Προπαραμονή Χριστουγέννων 1997
Η τηλεόραση έπαιζε στα τυφλά, σα ραδιόφωνο. Οι γκόμενες τσίριζαν χαρωπά, πόδια, κοιλιές, μπράτσα, μπούστα, όλα στη φόρα χειμώνα καιρό, ουδείς τις κοίταζε εντούτοις. Η μεν γριά προσηλωμένη στο νεροχύτη, σαπούνιζε τα κατρουλερικά, ήτοι λαγίνια, τασάκι, κουτάλα, παγουρίνο, κουζινομάχαιρο με σκαλιστή μαντινάδα “Η λεβεντιά δεν είν’ κρασί να πιεις να κάνεις κέφι/ Μα είναι ψωμί που από μικρό τον άντρα τονε θρέφει.” Ο δε μικρός αφοσιωμένος στην κανούργια του μπουλντόζα, εκκενώσεις- μεταφορές- κατεδαφίσεις “Το Μανωλιό”. Έξω μια λιακάδα άλλο πράμα, σύσσωμο το χωριό είχε ξεχυθεί στα λιόφυτα ν’ απομαξώξει πριν πιάσει ο χιονιάς, τό’ πανε στον “καιρό”, έρχεται κακοκαιρία. Τσάμπα κρύωναν στο στούντιο σχεδόν τσίτσιδες, αθέατες οι κοπελιές.
Η γριά απόπλυνε κι άπλωσε στο σοφρά αλεύρι, νερό, αλάτι, ξυλίκι, άπαντα τα σύνεργα ν’ ανοίξει φύλλο για βρουβόπιτες, αυριανό προσφάγι. Παραμονή Χριστουγέννων, ο γιος, η νύφη κι ο άντρας της θα φορούσαν τα κακόρουχα (μακό φανέλες, παλιά μάλλινα, φθαρμένα τζιν, τρύπιες φόρμες κι από πάνω φούστες για τις γυναίκες), θα ζαλώνονταν τις γαλότσες, θα στίβαζαν στο τρακτέρ ραβδιστικό, δίχτυα, πανιά, σακιά, όλα νάυλον, ντεμπλάκια ξύλινα, χτένια πλαστικά, κόσκινο, μπετόνι βενζίνας, θερμός νερού, καφάσι, μέσα καρό πετσέτα τυλιγμένο τάπερ όπου πατάτες βραστές, αυγά σφιχτά, αγγουροντομάτα, παξιμάδι εφτάζυμο, λάδι, αλάτι, ρίγανη, παραδίπλα πηρούνια, τσαπράζι, τσιγάρα, τσακμάκι. Μάλασσε τη ζύμη, άκουγε πισώπλατα τον εορταστικό βόμβο της τηλεόρασης, έριχνε κλεφτές ματιές στον εγγονό στα νώτα της, τσουλούσε τα αυτοκινητάκια του σε μια κουρελού, τον έκανε μια στάλα χάζι, απέστρεψε το βλέμμα κατόπιν, μακάρι να γίνει φορτηγατζής, χίλιες φορές καλύτερα απ’ τη βοσκική συλλογίστηκε και αφαιρέθηκε ολάκερη σ’ ένα βουνό ζυμάρι.
Ένας δυνατός, απόκοσμος γδούπος, η στριγγλιά των φρένων και ένα βραχνό μαρσάρισμα την επανέφεραν. Κοίταξε πίσω της, “το κοπέλι, πού είναι το κοπέλι;” Τινάχτηκε στο παράθυρο που έβλεπε στην αυλή, παραμερίζοντας το κοφτό κέντημα. Η κρεβατίνα ρημαγμένη, κίτρινα φύλλα στο τσιμέντο, πήλινο πιθάρι και πηγάδι σε αχρηστεία, αφού υδραγωγείο, αποθήκες, μηχανήματα τώρα πια. Στο χωματόδρομο ένα σύννεφο σκόνης, θα τον ασφαλτόστρωναν τους είχαν τάξει πριν τις εκλογές πέρυσι το Σεπτέμβρη, άμα βγει το ΠΑΣΟΚ. Εξελέγη μεν, αλλά από μπετονιέρες μόνο οι πλαστικές του Μανωλιού.
Ένας κουτσός, γέρικος σκύλος, πάλαι ποτέ κουλούκι, ούτε για πρόβατα έκανε πλέον, ούτε για τίποτα, είχε χώσει τη μουσούδα του σ’ ό,τι απέμεινε από το σκοτωμένο αγοράκι. Η γριά στάθηκε πάνω από ένα μάγμα σάρκα, αίμα, κόκκαλα, κοίταξε πέρα τον ορίζοντα ένα μαύρο, θηριώδες τέσσερα επί τέσσερα έτρεχε σα διάολος ώσπου χάθηκε από προσώπου γης. Στα χρόνια που ακολούθησαν έφερε τόσες φορές στο νου της το σκηνικό της τραγωδίας, ώστε τελικά η θεία πρόνοια την απάλλαξε οριστικά από το άχθος των φρικιαστικών αναμνήσεων με μια λυτρωτική γεροντική άνοια.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς 1988
Ο Άγιος Βασίλης είναι δωροκουβαλητής των πόλεων. Ούτε που καταδέχεται την κρητική επαρχία κι ας βρίθει καμινάδων από ξυλόσομπες και παραστιές. Τούτου δοθέντος και κατ’ επέκτασιν, η κατάργηση της παιδικής εργασίας δεν “πιάνει” στα χωριά, δεν είναι υπεραστικές οι κεραίες των σχετικών δικαιωμάτων. Στα ορεινά τα ανήλικα είναι μικροί κτηνοτρόφοι, ξωλαλούν τα οζά, μικροί γεωργοί, κουτσοκορφίζουνε τα αμπέλια και κοσκινίζουνε τις ελιές, ενίοτε μικροί μπακάληδες, ξέρουν ακόμα και να σου βάλουν ρεβύθια από το τσουβάλι χωρίς να τους χυθούν στο πάτωμα κι έπειτα να τα ζυγίσουν στην πλάστιγγα και να σου δώσουνε σωστά τα ρέστα. Τώρα, αν εσύ θέλεις να αφήσεις πουρμπουάρ να πάρουνε κόκκινες αρωματικές παστίλιες πιτσιλωτές με ζάχαρη και γεύση τριαντάφυλλο, δικό σου θέμα και ευχαριστούμε που θυμήθηκες πως ο εμποροϋπάλληλος είναι παιδί.
Η νονά του Στελή δασκάλα στο μονοθέσιο δημοτικό, δεμένη με το συγκεκριμένο αγόρι επειδή αλλιώτικο απ’ όλα τα άλλα, επειδή αδύναμο κλαράκι ανάμεσα σε μικροστιβαναράδες και μικρομαυρουκαμισάδες, αν μπορούσαν στα μαιευτήρια να τους κοτσάρουν ένα αποκριάτικο μουστάκι στο άνω χείλος, ευχαρίστως θα το έκαναν, διότι το “συγχαρητήρια για το αγοράκι” ισοδυναμούσε με πεντοχίλιαρο στη τσέπη της λευκής ποδιάς της μαίας και μπαλωθιές στη βάφτιση αργότερα.
Ωστόσο, ο Στελής έπαιζε κρυφά με τη Μπίμπι-Μπο της αδερφής του της Δεσποινιώς και παραχωρούσε τα αμαξάκια στον πιο μικρό του αδερφό, πολύ αντράκι από κούνια, τον Χαραλάμπη. Ο Χαραλάμπης δεκατριών χρονών θα μάθαινε να οδηγεί τη σακαράκα τρίκυκλο του παππού του, ύστερα το τρακτέρ του πατέρα του και στα δεκαπέντε του, εν έτει 1997, θα ήξερε να οδηγεί ένα αγροτικό με διπλό διαφορικό και 4Χ4, θα γκάζωνε να πάει στο κεφαλοχώρι το γαμημένο το ελαιοραβδιστικό που χάλασε το μοντέρ του και θα έχαναν προπαραμονή Χριστουγέννων την καλοκαιρία, μείον καμιά εικοσαριά σακιά ελιές, διότι η οικογένεια του Χαραλάμπη είχε και δυο αλβανούς στη δούλεψή της, όχι σαν τους άλλους που δεν έβλεπαν εργάτες ούτε με τα κιάλια, δυσεύρετοι γαρ οι μετανάστες εν καιρώ συγκομιδής και προστατευόμενο είδος, όπως καρέτα- καρέτα στο Ιόνιο.
Η νονά, όλα τα προηγούμενα χρόνια, κουβαλούσε στον Στελή αμπαλαρισμένα αυτοκινητάκια για Πρωτοχρονιά, αλλά φέτος, δέκα χρονών πια ο φιλιότσος, μπορούσε να απαλλαγεί από την υποκρισία των αγορίστικων δώρων, οπότε του χάρισε “Το καπλάνι της βιτρίνας” της Άλκης Ζέη, επειδή του είχε αρέσει πολύ το απόσπασμα στο σχολικό εγχειρίδιο.
Κίνδυνος βέβαια να γίνει και πούστης και κουκουές, πλην η δασκάλα αξιοσέβαστο πρόσωπο της κοινότητας, κι ωραία γυναίκα εδώ που τα λέμε, δεν δέχτηκε το εν λόγω δώρο μεσοκέφαλα. Αν και δε γλίτωσε τα αγριοκοιτάγματα του Χαραλάμπη, καθότι φέτος δε θα κονόμαγε τα αμαξάκια του γυναικωτού αδερφού του και θα την έβγαζε με κάτι σοκοφρέτες και μπισκότα γεμιστά που κουβάλησε η νονά για τ’ αδέρφια του βαφτισιμιού.
Παραμονή Χριστουγέννων 1997
Παρά τη λιακάδα όλοι σπίτι. Οι Αλβανοί δανείστηκαν σε συντέκνους.
Γύρω από το τραπέζι μουγκοί, πατέρας, μάνα και τα δύο αδέρφια, Στελής και Δέσποινα. Ο Μπάμπης έχει αποβραδίς τραπεί σε φυγή, πρώτα τους όρκισε σε σιωπή, έπειτα ομολόγησε το τροχαίο, “το σκότωσες μωρέ το κοπέλι, πε’ μου την αλήθεια” ο πατέρας, “ώφου κι ίντα θα γενούμε” η μάνα, “θα ξεγιβεντιστούμε” η κόρη”, ο μεγάλος γιος τσιμουδιά.
Ο Στελής με τα χρόνια άφησε μαλλί μέχρι τους ώμους, το έπιανε κοτσίδα, ξυρισμένος, κολλητά παντελόνια, λεπτή φωνή, κουνιστό περπάτημα, πανέξυπνος, αλέγρος, έντιμος, εργατικός, συγκαταβατικός, στα δεκαεννιά του ασφυκτιούσε στα στενά ρούχα και στη στενωπό μιας κοινωνίας πολύ αντρουά, σιγά μη σκίσετε κανα’ καλσόν, μαλάκες, αχ, Παναγία μου να έφευγε και να’ ριχνε μαύρη πέτρα πίσω του.
Γύρω απ΄ το τραπέζι άγρυπνοι, όλη νύχτα διαβούλια, να πά’ να παραδοθεί, όχι, να πάρουνε τον βουλευτή να πέσει στα μαλακά, όχι, να παραμείνει κρυμμένος και μετά τη λήξη του αυτόφωρου, να πά’ να ανάψουνε μια λαμπάδα στο Μοναστήρι του Άη Γιώργη να βάλει το χέρι του, ώφου ίντα πάθαμε στα καλά του καθουμένου.
Κάθονταν σ’ αναμμένα κάρβουνα με την τηλεόραση στη διαπασών μήπως και μάθουν απ’ τα τοπικά κανάλια εάν εντόπισε η αστυνομία τον δράστη, η ταυτότητα του οποίου παρέμενε άγνωστη, διατυμπάνιζαν εμφατικά οι ρεπόρτερς λες και κινδύνευε η κοινωνία ολάκερη από τις ρόδες του αγροτικού. “Κάποιος ρουφιάνος θα βρεθεί και θα τονε καρφώσει” μουρμούρισε η μάνα του κι ύστερα σηκώθηκε, έβαλε νερό να βράζει σε μια κατσαρόλα, ασυναίσθητα, να λουστεί, λέει, ξεχνώντας πως πια έχουν θερμοσίφωνο.
“Εγώ θα παραδοθώ” σηκώθηκε κι είπε ο Στελής που μέχρι τώρα δε μιλούσε, μονάχα δάγκωνε τα νύχια του, κι ήταν ίσως η πρώτη φορά που όχι παρατήρηση δε του έκανε η μάνα του για την κακή συνήθεια μα ούτε καν τον πρόσεξε. “Καλύτερα να πάω εγώ στη φυλακή παρά να καταστραφεί ο αδερφός μου” είπε και ξέσπασε σε κλάματα. Τόσο άντρας.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]