Πήρες τίποτα; Μία ενοχλητική, αλλά αναπόφευκτη ερώτηση, αν είχες την ατυχία να γεννηθείς στην ύπαιθρο και να γίνεις αργότερα εσωτερικός μετανάστης στην πρωτεύουσα, με σκοπό να συναντήσεις την τύχη σου. Μαζί με την τύχη όμως, εκεί, ξένος για πάντα ξένος, όπως έλεγε κι ο ποιητής, έβρισκες και την αγάπη, και, με το καλωσόρισες έρωτα, έρχονταν και τα συνακόλουθα, καλώς ήρθες χαρά μου, με τσαμπούνες και βιολιά. Στέφεται ο δούλος την δούλην κι έσονται οι δυο εις σάρκαν μίαν και χωρίς να το πάρεις χαμπάρι, είχες ήδη μπει στο λούκι. Ανιόντες, κατιόντες, εξ αίματος και εξ αγχιστείας και νάσου οι υποχρεώσεις να ξεσπούν και να τα παίρνουν όλα μπλαστή, σαν τον φραγμένο χείμαρρο της Μάντρας. Και λάου λάου, όπως λένε στην πιάτσα, κάποια στιγμή, κατάλαβες ότι είχες καθίσει στου Μενελάου. Γιατί τύχη και ατυχία έχουν την ίδια ρίζα και τις χωρίζει ένα άλφα μονάχα και μάλιστα στερητικό.
Αργότερα όταν γύριζες στην γενέθλια γη, με τον χαλκά στον παράμεσο κι έναν άλλο αόρατο στη μύτη, για ν’ ανασάνεις ξανά τον καθαρό αέρα, να δεις τον κάμπο με τα λουλούδια, τα ποταμάκια με τα γάργαρα νερά και ν’ ακούσεις τα αγριοπούλια να κελαηδούν, νάσου από κοντά και οι ευχές. Συγγενείς, φίλοι και γνωστοί καλοπροαίρετοι πάντα. «Παντρεύτηκες έμαθα, να ζήσεις, καλορίζικος» κι αφού τέλειωναν με τις ευχές, που ήταν το πρώτο πιάτο, ερχόντουσαν και στο κυρίως μενού: «Πήρες τίποτα;». Η ερώτηση ήταν απλώς φιλολογική, γιατί την απάντηση την γνώριζαν από πριν. Είχαν ήδη τις πληροφορίες τους ότι είχες πάρει το σύνηθες τίμημα του φτωχού, το μπροστινό το περιβόλι και τον πισινό τον κήπο.
Ο παπάς ήταν καλός άνθρωπος, δεν είχε την κακεντρέχεια των άλλων. Είχε αφιερώσει τη ζωή του στην πίστη του, αυτός γεννήθηκε για να διακονεί την Εκκλησία του Κυρίου. Έτσι δεν παντρεύτηκε, είχε και την ατυχία να χάσει τον αδερφό του νέο και του έμεινε η ορφανή ανηψιά να τη μεγαλώσει εκείνος, σαν δικό του παιδί. Μεγάλωσε η ανηψιά, έγινε κοτζάμ γυναίκα, νοικοκυρά, με ηθικές αρχές, με τα περιβολάκια της κι ένα κομπόδεμα, που της είχε εξασφαλίσει ο παπάς, με χίλιες στερήσεις και αμέτρητα τρισάγια. Ήρθε ο καιρός της πλέον και κοίταζε ο παπάς να βρει κανένα καλό παιδί να την παντρέψει.
Τον Γεράσιμο ο παπάς δεν τον ήξερε, πρώτη φορά που τον είδε ήταν στη βάφτιση. Ο Μάκης ο ξάδερφος του Γεράσιμου βάφτιζε τον γιο κι ο Γεράσιμος πήγε στη χαρά του ξαδέρφου, σαν καλός συγγενής, που ήταν. Τον Μάκη, ο παπάς, τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί ήταν καλός ενορίτης, τακτικός στον εκκλησιασμό και, όσο μπορούσε, βοήθαγε και στην εκκλησία. Άναψε σβήσε κεριά καντήλια Κυριακές και γιορτές και κανένα θέλημα στον ελεύθερο χρόνο του.
Με το που τον είδε τον έκοψε καλά ο παπάς τον Γεράσιμο, που ήταν ωραίο παιδί, ψηλός, καλοντυμένος και ρώτησε τον Μάκη τα σχετικά, που μένει, τι δουλειά κάνει. Δημόσιος υπάλληλος ο Γεράσιμος, ό,τι έπρεπε για γαμπρός. «Να του δώσουμε την ανηψιά», είπε ο παπάς στον Μάκη και η κουβέντα έμεινε εκεί, γιατί ο Γεράσιμος ήταν τότε τσιμπημένος κάπου αλλού, είχαν προλάβει άλλοι, που εξελίχθηκε σε δεσμό με ευτυχή κατάληξη, παντρεύτηκε κι εξασφαλίστηκε κι αυτός.
Μετά από καιρό, το ‘φερε έτσι η μοίρα, ο Γεράσιμος, ως δημόσιος λειτουργός, πήγε και βρήκε τον παπά για ένα θέμα υπηρεσιακό, εκεί, να πούμε, που ακουμπάνε αναμεταξύ τους τα ζητήματα κράτους κι εκκλησίας, κάτι υπήρχε σε εκκρεμότητα εκεί με τα όρια του οικοπέδου της εκκλησίας και του δημόσιου χώρου, που έπρεπε να διευθετηθεί. Ειρήσθω εν παρόδω, είναι οι περιπτώσεις που το κράτος παριστάνει το λιοντάρι, αλλά γίνεται πάντα αυτό που θέλει ο παπάς στο τέλος. Έτσι κάπως βγήκε και το απόφθεγμα, κάπου εκεί στη Δυτική Στερεά, άμα φας φούσκο από παπά, δεν θα τον ξεχάσεις ποτέ.
Όταν συναντήθηκαν με τον παπά τον ρώτησε ο Γεράσιμος: «Mε θυμάσαι πάτερ;». «Σε θυμάμαι, πως δεν σε θυμάμαι», του απάντησε, με την μελωδική, μακρόσυρτη φωνή του, ο παπάς, που είχε θυμητικό ελέφαντα. «Την ανηψιά την πάντρεψα, δόξα τώ θεώ, πήρε ένα καλό παιδί, μου κάνανε κι εγγονάκια». «Εσύ παντρεύτηκες;», ρώτησε. «Παντρεύτηκα κι εγώ πάτερ», απάντησε ο Γεράσιμος. «Πήρες καλή γυναίκα;», ρώτησε ο παπάς. «Καλή είναι», είπε ο Γεράσιμος, «πολύ καλή». «Πήρες καμιά λεμονιά;», ρώτησε ξανά ο παπάς. «Όχι πάτερ, μπα λεμονιές δεν είχε», απάντησε γελώντας ο Γεράσιμος. «Δεν πειράζει, το ξυνό το βρίσκεις κι αλλού», του είπε ο παπάς με καλοσύνη. Άγιος άνθρωπος ο Παπακίμωνας.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Ron Lawson. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]








