Στεκόταν στον διάδρομο. Έναν λευκό σωλήνα με φώτα φθορίου που δεν επέτρεπαν σε καμιά σκιά να επιζήσει. Στο βάθος, δεξιά και αριστερά από το μπλε κάδρο, που υπέθεσε ότι ήταν παράθυρο, κάποιες κόκκινες κουκκίδες, μάλλον καρέκλες, κι ένα περίεργο κίτρινο φως, κάπως ηλιακό, του θύμισαν Μοντριάν.
Αν φορούσε καπέλο και κάποιος τον έβλεπε από το άλλο τέρμα του διαδρόμου ίσως του θύμιζε Μαγκρίτ, αλλά μόνο από πίσω γιατί μπροστά αυτός είχε πρόσωπο. Πρόσωπο είχε κι εκείνη. Είχε αρχίσει να χάνεται από τον πόνο και τις συσπάσεις. Έμοιαζε περισσότερο στην κραυγή αλλά χωρίς φωνή. Ήθελε να καπνίσει αλλά δεν ήθελε να απομακρυνθεί. Στο γραφείο των φαρμάκων δεν ήταν κανείς, μόνο ένα ξεφτισμένο μεταλλικό με πράσινες γιρλάντες και πλαστικά κρεμάμενα αναθήματα. Τάματα των επισκεπτών. Δεν είχε φέρει δικό του. Δεν στόλιζαν ποτέ ο γάτος είχε άρει τις ενοχές της άρνησης από την πρώτη χρονιά. Βαριόντουσαν φρικτά δεν ταίριαζε με τους πίνακες.
Είχε ζητήσει μια κουβέρτα ακόμη. Το κρύο ήταν μπλε, όλα ήταν μπλε του είπε. Μια κίτρινη κουβέρτα. Πώς; Οι τοίχοι είχαν αδειάσει.
Η νοσοκόμα τον βρήκε εκεί ανάμεσα σε σπασμένα στολίδια στο πάτωμα. Η συνάδελφος που περνούσε, κοιτούσε ώρα πολλή το χριστουγεννιάτικο δέντρο, είπε, ώσπου στο κέντρο μιας μεγάλης γυαλιστερής μπάλας, είπε, είδε να καθρεφτίζεται η λύση. Στο πάτωμα ύφαινε το πιο θερμό καλοκαίρι τους σε κουβέρτα. Χωρίς ίχνος μπλε.
Πρώτη δημοσιευση. Το Φρέαρ δημοσιεύει και φέτος τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες σας. Δείτε τις λεπτομέρειες εδώ και στείλτε μας τη δική σας.








