Τα πρωινά του Σαββάτου, τα χρόνια που υπηρέτησα στο Δίστομο, έπαιρνα το τραίνο από τη Λειβαδιά για την Αθήνα. Δύσκολα τα χρόνια στο Δίστομο. Βίωσα μία από εκείνες τις καταβυθίσεις της ζωής που ως τότε γνώριζα μόνο από τη λογοτεχνία. Ένα τεράστιο χάσμα με απέκοψε από το χθες και το αύριο έμοιαζε σκοτεινό και δυσοίωνο. Η μοναξιά και η απογοήτευση έσκαβαν ανελέητα μέσα μου. Αποξεχνιόμουν, διαβάζοντας. Απουσίαζα από την ζωή του χωριού τόσο ώστε μια νεαρή ζωντοχήρα, που κρατούσε το περίπτερο στην κεντρική πλατεία, μου είπε με παράπονο: «Δεν σε βλέπουμε καθόλου, κύριε καθηγητά. Σα να μην υπάρχεις».
Στην πρωτεύουσα ανηφόριζα προς τα βιβλιοπωλεία του κέντρου. Κάθε φορά αγόραζα κι ένα βιβλίο με μια, μικρή έστω, αναφορά στην Αθήνα. Μετά τον μεσημεριανό καφέ αφηνόμουν στο «ταξίδι». Διάβασα την Ομόνοια του Γ. Ιωάννου στο καφέ «Νέον». Ένα ρίγος με διαπέρασε. Δίπλα νέοι άνθρωποι, ηλικιωμένοι, παρέες γυναικών που μιλούσαν και γελούσαν. Όλοι άγνωστοι, από άλλους δρόμους φερμένοι και με άλλους προορισμούς. Μια τυχαία συνάντηση χωρίς να ανταλλάξουμε μεταξύ μας ούτε δυο κουβέντες, ούτε ένα χαμόγελο συμπάθειας.
Βράδια άνοιξης σεργιάνισα σε γειτονιές που μύριζαν νεράντζι. Μέσα μου σαν αεράκι θρόιζε η «Βραδινή Αθήνα» του Καρούζου: Βράδια μυρωμένα/η Αττική ανέβαινε ψηλά/κι ανέβαιναν/τα βάσανα κ’οι έγνοιες…
Κάποτε ακολούθησα τις «Φωτογραφίες της πόλεως των Αθηνών» από το Ιστορικό κέντρο του Γιώργου Μαρκόπουλου: Πλατεία Κοτζιά, Οδός Αιόλου, Πεδίον του Άρεως, Χέυδεν και Αχαρνών, Ακανένους, Πλατεία Αττικής. Περπάτησα ανάμεσα στα αρχαία μνήματα με συντροφιά τη «χελώνα του Κεραμεικού» της Καραγεωργίου. Στην Κυδαθηναίων, στον αριθμό εννιά, αναζήτησα ψηλά το σκληρό φως που βασάνιζε το Σεφέρη: «Είμαι εδώ δυο μήνες και τέσσερις μέρες σπαταλημένους…», έγραφε στις «Μέρες Γ΄», «τα μανταλωμένα παραθυρόφυλλα αφήνουν μια στενή στήλη φωτός που μου καίει τα μάτια μόλις σηκώσω το κεφάλι από τα χαρτιά μου». Φθινόπωρο στην γωνία Αδριανού και Θέσπιδος ψιθύρισα τα «Πρωτοβρόχια» του Δροσίνη. Στην Περιάνδρου έπιασα κουβέντα με τον Παλαμά. Έλαμπε στη φαντασία μου το κάτασπρο κεφάλι και γενάκι του ποιητή. Απόγευμα έφτασα στο σπίτι του Λαπαθιώτη. Κάθισα στο πλατύσκαλο κι έκλαψα πικρά. Τόση εγκατάλειψη, τόση ερημιά οδύνης και θανάτου…
Κάποιες φορές, την ώρα που έδυε ο ήλιος, όταν η ψυχή μου πλάνταζε, κατευθυνόμουν στο Μοναστηράκι. Εκεί, στον άγιο Ελισσαίο, παρηγορητική με επισκεπτόταν η σύναξη του Παπαδιαμάντη, του Μωραϊτίδη, του Νιρβάνα, του Βλαχογιάννη και του Βώκου. Παρόλο που στο εξωτερικό πορτάκι υπήρχε λουκέτο κι επιγραφή που έλεγε ότι ο ναός θα παραμείνει κλειστός λόγω επισκευών, άκουγα λες βαριά τη φωνή του Κοσμοκαλόγερου να διαβάζει τα προκείμενα του εσπερινού: «Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο… Και γαρ εστερέωσεν την οικουμένην, ήτις ου σαλευθήσεται».
Επιστρέφοντας από την Αθήνα στη Λειβαδιά, πριν τα μεσάνυχτα, με το βραδινό τραίνο για Θεσσαλονίκη, στο σταθμό, ξεχνούσα δήθεν, σε ένα απόμερο παγκάκι το βιβλίο της περιήγησης, με το μικρό μου όνομα και τον αριθμό του κινητού μου στην πρώτη σελίδα. Κανείς δεν τηλεφώνησε. Μόνο αρχές καλοκαιριού, τον τρίτο χρόνο, χτύπησε ένα βράδυ το τηλέφωνο. Ακούστηκε ένας λυγμός, κάτι σαν «σ’ αγαπώ». Έπειτα σιωπή. Η χροιά θύμιζε τη γυναίκα στο περίπτερο. Δεν έμαθα ποτέ, δεν τόλμησα, αν και μου ήταν πολύ συμπαθής. Από ντροπή μέχρι να τελειώσουν τα σχολεία απέφευγα την κεντρική πλατεία. Με τη μετάθεση άφησα πίσω μου το Δίστομο, τη γυναίκα στο περίπτερο και μαζί τους αθηναϊκούς περιπάτους.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]