frear

Το βιβλίο που περίμενε – του Νίκου Μπακιού

Τον ιδιοκτήτη του παλαιοβιβλιοπωλείου στο Μοναστηράκι, τον είχα ξαναδεί σε προηγούμενη επίσκεψή μου, αλλά αυτή τη φορά κάτι με έσπρωχνε να τον προσέξω περισσότερο. Ήταν ένας κοντόσωμος ηλικιωμένος άνθρωπος που χαμογελούσε, με τα άσπρα του δόντια και μαλλιά.

Με είχε προηγούμενα ειδοποιήσει τηλεφωνικά για τον εντοπισμό ενός σπάνιου βιβλίου του Δημοσθένη Βουτυρά, Ο θρήνος των βοδιών· τον έβλεπα να  το κρατά απαλά στα χέρια του και να μου το εκθειάζει, έτσι που θύμιζε πωλητή κρασιών που μιλάει για το παλιό και ποιοτικό του εμπόρευμα.

Κάτι μου έλεγε ότι ο πωλητής όχι μόνο ταυτιζόταν  με τη δουλειά του, μα και ότι αυτός είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τον συγγραφέα του βιβλίου. Αναφέρθηκε στην αλληλογραφία του συγγραφέα με τον εκδότη Στέφανο Πάργα και στην πνευματική ζωή της ελληνικής παροικίας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ανάμεσα στον επιβλητικό όγκο παλιών βιβλίων, την ώρα που μιλούσε, η σκέψη μου όλο έφευγε σε γεγονότα εκείνης της εποχής του μεσοπολέμου.

Αργότερα  έπιασα στα χέρια μου αυτό το βιβλίο, το μύρισα και μου ξύπνησε μνήμες από παλιά έπιπλα και σπίτια  που χάθηκαν, και στην εξωτερική του όψη, στη ράχη του πάνω είδα να φαίνονται τα σημάδια του χρόνου που πέρασε. Το  κράτησα όσο πιο απαλά μπορούσα, όπως κάποιος κρατάει μια εύθραυστη και ευαίσθητη ύπαρξη. Μετά έκοψα τις λεπτές, κιτρινισμένες σελίδες του.

Τότε συνειδητοποίησα  ότι αυτό το βιβλίο ζητούσε ενενήντα τρία χρόνια τον αναγνώστη του. Είχε διασχίσει τη Μεσόγειο θάλασσα και βρέθηκε αρχικά στη βιβλιοθήκη κάποιου παλιού Αθηναίου, που ίσως δεν βρήκε χρόνο ποτέ του να το διαβάσει.  Άραγε σε τι σπίτια αρχοντικά είχε ζήσει; Μπορεί όμως και σε κάποιου φτωχού φοιτητή το υπόγειο ή σε κάποιου λογοτέχνη που πέθανε πριν προλάβει να το διαβάσει, σκεφτόμουνα.

Ο τίτλος του βιβλίου μού προξενούσε απορία. Σιγά σιγά διαβάζοντας  μπήκα στην ατμόσφαιρά του. Φαντάστηκα  ότι έξω τα σπίτια ήταν διώροφα και οι δρόμοι χωρίς αυτοκίνητα. Ψηλά στο βάθος  έβλεπες τον Υμηττό, σκεπασμένο με σύννεφα που ξεκουράζονταν πάνω του. Και ο χρόνος κυλούσε ανάδρομα, πλησίαζε το 1923.

Ο παλαιοπώλης ήταν πια ένας νέος με μαγαζί κάπου εκεί στο κέντρο της Αθήνας. Για μια στιγμή είδα στο βάθος του μαγαζιού καθισμένο τον μπάρμπα Δημοσθένη να συνομιλεί  με τους ήρωές του: τον γέρο Γάλια και τον Σκαλίρη. Έκανε κρύο, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή, σχεδόν ανοιξιάτικη. Εγώ ήμουν ένας ένθερμος αναγνώστης του Βουτυρά, που μόλις τώρα κρατούσα στα χέρια με αδημονία το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του.

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη