Ένα σπίτι είναι ένας αριθμός τηλεφώνου. Στο σχολείο η δασκάλα μας είχε βάλει έκθεση. Περιγράψτε το σπίτι σας. Τι είναι ένα σπίτι; Το σπίτι είναι ο αριθμός στο τηλέφωνο. Δεν είχα ποτέ πατρικό. Όταν ήμουν μικρή είχαμε αλλάξει τέσσερα σπίτια μέσα στην ίδια περιοχή, λόγω κοινωνικών φρονημάτων. Και το φρόνημα αυτών, ήπιας μορφής μισανθρωπία. Αυτό έλεγαν οι άλλοι, που εντόπιζαν μια αντικοινωνικότητα στην ευκολία με την οποία δεν τα βρίσκαμε με τους γείτονες. Η πάσα αλήθεια είναι ότι τα περισσότερα χρόνια της οικογενειακής μας ζωής δεν είχαμε χρήματα να αγοράσουμε σπίτι, οπότε μέναμε στο ενοίκιο. Μια φορά μόνο αγοράσαμε σπίτι, τρία χρόνια αντέξαμε το καθεστώς ιδιοκτησίας. Έπειτα ήρθε ένας μπάτσος στον απάνω όροφο, που θεωρούσε ότι είχε στα χέρια το νόμο και την τάξη, άρα μπορούσε να έχει όλη δική του την ανομία και την αταξία. Φύγαμε, δεν ξέραμε πως να σπάσουμε αυτό το προνόμιο. Κι η παροιμία το λέει, ο κακός χειμώνας φεύγει, ο κακός γείτονας όχι. Δεν είχαμε ποτέ σταθερό σπίτι. Ο πατέρας μου, σαρακατσάνικη ρίζα διπλή, έλεγε πως είναι το αίμα το νομαδικό, που δεν άντεχε ούτε να ανήκει αυτό ούτε να του ανήκει εκείνου στέρεα γη. Ίσως. Ό,τι προγονικό έχουμε μέσα μας κάτι θα αφήνει, κάτι διαφθείρουν οι πεθαμένοι από τις επόμενες γενιές, ό,τι μπορούν, ό,τι προλάβουν. Αφού δεν ζουν αθάνατοι, γίνονται στοιχειά και με την επανάληψη και με τη συνήθεια, γαντζώνονται από τον επόμενο ζωντανό και αυτός στον άλλο, στους αιώνες των αιώνων. Κάτι από τα βάρη των νεκρών παίρνουμε απάνω μας, αγέννητοι ακόμα, δίκαιο θα ‘ναι, αφού τα αίματά τους σμιγμένα ‘δωσαν ύπαρξη. Αλλά – το σπίτι. Μια φορά, ένας άνθρωπος χωρίς καμία προκοπή, αλλά με δύο σπίτια στο όνομα του απάνω, από την προκοπή των προγόνων του, μου είπε κατάπληχτος με απαξία, σαν να ‘ταν δικοί του οι κόποι που του ‘δωσαν αγοραστική του αξία, μα δεν έχεις σπίτι; δε γίνεται. Κι ύστερα, ένας εραστής, αυτός δίχως να κρίνει, μου πε δεν έχεις πατρικό. παράξενο, σαν σημείο αναφοράς, μια πυξίδα του αληθινού βορρά. Ανακουφίστηκε όταν του μίλησα για το σπίτι του παππού, που είχαμε στο χωριό, όλα τα χρόνια. Αυτό ήταν σπίτι, σωστό τετράγωνο με πόρτα και παράθυρα και όλα, αλλά δεν κάλυπτε το κενό του ενοίκου που λαχταρούσε να είναι κάτοικος. Όταν το βλέπω στον ύπνο μου είναι για κακό, το βλέπω κατασκότεινο κι αραχνιασμένο, με τα μαύρα σύννεφα από πάνω, και μέσα στα ντουβάρια του σκέλεθρα ζώων περαστικών που απόμειναν. Η γιαγιά μου περπατά μέσα στα χαλάσματα με τα μαλλιά κομμένα κοντά, βαμμένα μαύρα, όπως ποτέ της δεν τα ‘χε. Πάντα στον ύπνο μου βλέπω με αγωνία τα σπίτια, κάτι μέσα μου ανταριάζει, ανακατώνεται. Σαν τόποι του εφιάλτη μόνο αναδύονται τα σπίτια, κάτι με πλακώνει στο στήθος. Το σκέφτηκα μια μέρα απλά, όταν είδα το νούμερο στην οθόνη, χιλιοστή φορά, αυτό το νούμερο κλειδαρά, που το κρατήσαμε σε όλα τα σπίτια που αλλάξαμε, το νούμερο με τα πολλά δυάρια, που γελούσαν οι φίλοι πως είναι σαν ψεύτικο, το είδα και σκέφτηκα, αυτό είναι το σπίτι μου. Αυτές οι συλλαβές από αριθμούς. Εκεί ένιωθε η καρδιά μου τη ζέστη, εκεί αναγνώριζε το οικείο – το τηλέφωνο σταθερό.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]