Βιωματική ποίηση και λοιπές διπολικές ακρότητες
«Αν το ποίημα ‒και η ανάγνωση του‒ μείνουν στα πραγματικά γεγονότα, τότε δεν είναι ποίημα είναι χρονογράφημα», μου έγραφε ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης σε ένα σχόλιο στο Ποιείν, πριν από αρκετά χρόνια. Πολύ πριν ασχοληθώ με το εργαστήρι βιωματικής γραφής στη Λάρισα (φέτος έκλεισα αισίως τα τέσσερα χρόνια) και στο Πήλιο (μαζί με την πολυαγαπημένη Χλόη Κουτσουμπέλη θα κλείσουμε φέτος τον τρίτο χρόνο). Βιωματική ποίηση, λοιπόν, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη «μεταφορά» της σε κάτι άλλο. Η συλλογή της Ακριβής Κακλαμάνη με κέρδισε από την πρώτη ανάγνωση χάριν ακριβώς αυτής της μετατροπής του βιώματος σε μεταφορά και βάθους πεδίου.
Ξεχωρίζοντας την ήρα από το στάρι (άλλη καλή σύμπτωση, να έρθει το βιβλίο μόλις είχα επιλέξει τον τίτλο των κριτικών σημειωμάτων μου στο Φρέαρ), από τις πάμπολλες ποιητικές συλλογές που δόξα τω Θεώ έχουν την ευγένεια να μου αποστέλλουν στη Λάρισα κάθε εβδομάδα οι ποιητές (και τους ευχαριστώ δημόσια για τη χειρονομία τους), το βίωμα πρέπει να δίνεται με «βάθος πεδίου» για να μην παραμένει επίπεδο και να μην είναι μονοσήμαντο (να αφορά δηλαδή μόνο τον γράφοντα και τα βιώματά του).
Το «βάθος πεδίου» η Ακριβή Κακλαμάνη το επιτυγχάνει με τη χρήση της προοπτικής και φυσικά τον λόγο. Η χρήση της προοπτικής (θυμάμαι τον καθηγητή Καλών Τεχνών στο Γυμνάσιο που μας έβαζε να κοιτάμε το μολύβι στην άκρη του τεντωμένου μας χεριού), απολεπίζει το βίωμα, το καθιστά ενεργό και ζωτικό στοιχείο στην καθημερινή μας πραγματικότητα, οικείο, δηλαδή «δικό μας». Ο λόγος ελλειπτικός, οι διασκελισμοί απρόβλεπτοι, οι λέξεις στη θέση τους, τα σημεία στίξεως και η απουσία τους (κυρίως η απουσία τους!), να μας εκπλήσσουν ευχάριστα και να αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικής μας απόλαυσης. Ήδη από τον τίτλο Μιλημένο νερό μας προϊδεάζει πως εδώ έχουμε να παίξουμε με το υγρό στοιχείο, που ως Έλληνες το έχουμε «μιλήσει» και μας έχει «μιλήσει» από γεννησιμιού μας. Ας μην ξεχνάμε πως η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που σε όποιο βουνό να ανέβεις, βλέπεις και πάλι τη θάλασσα. Να λοιπόν, πώς το προσωπικό βίωμα της ποιήτριας χάρη στη χρήση της προοπτικής γίνεται «εθνικό» θέμα, με την έννοια πως ξεπερνά την οποιαδήποτε αφορμή του ποιήματος και αποφεύγει να καταντήσει χρονογράφημα (χαμένων ερώτων, αμίλητων πόθων κ.λπ. όπου σκαλώνει το μεγαλύτερο ποσοστό των επίδοξων ποιητών της σήμερον). Μια «Βαβέλ πλεούμενη» η Ελλάδα μας, καθώς «το γύριζε ο άνεμος σε σχήμα σκόρπιας χαράς» μας θυμίζει τον Ελύτη: «Αλλού σκίζεται η ζωή και αλλού στάζει το αίμα». Δύο άψογοι δεκαπεντασύλλαβοι, που καθόλου τυχαία αποτελούν και το αναπόδραστο μέτρο των ποιημάτων που γράφονται και μιλιούνται από Έλληνες.
Ως πρωτοεμφανιζόμενη η Ακριβή Κακλαμάνη υποκύπτει στο «αμάρτημα» να τα πει όλα στο πρώτο της βιβλίο. Δεν την γνωρίζω προσωπικά, αν και έχει διαβάσει (με την υψηλή έννοια του όρου) τη Ραψάνη μου και γι’ αυτό τόλμησε να μου στείλει το βιβλίο της. Αν, λέω αν γνωριζόμασταν, θα της έλεγα να βάλει λιγότερα ποιήματα στην πρώτη της συλλογή. Να σκεφτεί πονηρά και να κρατήσει μερικά για την επόμενη. Η ποίηση δεν είναι ζήτημα μεγέθους και όγκου: δεν χρειάζεται τους πολυσέλιδους Παναγιωτόπουλους και Ιωαννίδηδες. Η ποίηση είναι ζήτημα μιας ακαριαίας μεταφοράς ή για να το εκφράσω με τα λόγια της ποιήτριας «ένας καταρράκτης, ένα αφρισμένο τοπίο».
[Ακριβή Κακλαμάνη, Μιλημένο νερό, Πατάκης, Αθήνα 2018. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Alfred Eisenstaedt.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.