frear

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)- Ντίνος Σιώτης (1944-): Μια συνάντηση

της Ανθούλας Δανιήλ

Άνοιξη σάλτο της ακρίδας/ Άνοιξη μήτρα σκοτεινή/Άνοιξη πράξη ακατονόμαστη […]
Άνοιξη άνοιξη σαλπάροντας/Άνοιξη άνοιξη σημαιοστόλιστη/Άνοιξη «αντίο αντίο παιδιά»
(Οδυσσέας Ελύτης, «Ψαλμός και ψηφιδωτό για μιαν Άνοιξη στην Αθήνα»).

Τελείωσε. Τελείωσε τάχα εκείνη η άνοιξη /ή μήπως τώρα αρχίζει με άλλο όνομα /
μ’ ένα ποτήρι ξέχειλο από φιλιά / δυο χέρια που ξέρουν ν’ αγκαλιάζουν/
και τρία φεγγάρια ερωτικά ανάποδα στο πέλαγο; /

(Ντίνος Σιώτης, «Η άνοιξη)

Διαβάζοντας την πρόσφατη έκδοση Ποιημάτων, 1969-1999, του Ντίνου Σιώτη, διαπίστωσα με μεγάλη χαρά επίδραση από τον Οδυσσέα Ελύτη. Και για να τεκμηριώσω αυτό που γράφω, επιλέγω στίχους από τα ποιήματά του, σκόρπιους, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα στην επιλογή, παρά μόνο την ωραία, γόνιμη και δημιουργική συνάντηση ενός νεότερου ποιητή με έναν μεγαλύτερο που, και οι δύο, σε παρόμοια ηλικία, εξέφραζαν την ίδια λαχτάρα για την ποίηση. Εκείνο που με κέντρισε ήταν το όλο κλίμα αλλά και κάποιοι στίχοι, στην πρώτη μόνο συλλογή του Σιώτη, που μου θύμιζαν τους Προσανατολισμούς, κυρίως. Κι εγώ, σαν να παίζω βιολί, αφήνω το δοξάρι και παίζω πιτσικάτο. Έτσι με δύο δάχτυλα, σαν να μαζεύω αγριολούλουδα.

Η πρώτη εντύπωση δόθηκε ήδη, πιστεύω, στα δύο, σαν μότο, προηγηθέντα ανοιξιάτικα, ανθισμένα και πικρά, απόσπασμα του Ελύτη και ποίημα του Σιώτη. Και παραθέτω ακόμα: «με την απόπειρα της αισιοδοξίας στο πρόσωπό του ζει απ’ ό,τι αφαιρεί της ζωής του» (Σιώτης, «Απόπειρα»), «βαρύς απ’ ό,τι ζώντας αφαιρούσε του θανάτου» (Ελύτης, Τύψεις, «Καταγωγή του τοπίου ή το Τέλος του ελέους»). «Έσπασε το γυάλινο δάκρυ» (Σιώτης, «Επτά θλίψεις φωτός», και ως τίτλος παραπέμπει στα «Επτά νυχτερινά επτάστιχα» και στις Έξη και Μια Τύψεις), «Το νερό που ’σπασε η τρυγόνα κι ομόρφυνε η πληγή μου» (Ελύτης, Φωτόδεντρο). «Η πυξίδα / κινδυνεύει να σπάσει / από την πίεση την πολλή/ που δέχεται/ της σιωπής» (Σιώτης, «Αναβολή»), «Η μαγνητική βελόνα κινδυνεύει… από το φλογοβόλο πρόσωπο της εγκάρδιας ανατολής» (Ελύτης, «Η συναυλία των Γυακίνθων, XV»). «Απ’ το φεγγίτη φαίνεται το καλοκαίρι» (Σιώτης, «Το καλοκαίρι»), «Κι άλλα κρυμμένα πίσω απ’ το φεγγίτη» (Ελύτης, «Ψηφιδωτό…Άνοιξη»). «΄Εμεινα ως εδώ/ ακούνητη σταγόνα Αιγαίου/κοίτασμα φεγγαριού… Θυμάμαι/τις πατημασιές στην άμμο» (Σιώτης, «Ό,τι θυμάμαι το μεσημέρι μου»), «Έφερα τη ζωή ως εδώ/ πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο… έφερα τη ζωή μου ως εδώ/ χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει» (Ελύτης, «Επέτειος»).

Θα χρειαζόταν μια συστηματική μελέτη πάνω στις επιρροές που δέχτηκε ο Σιώτης από τον Ελύτη και άλλους ποιητές, ενδεχομένως, πράγμα που απαιτεί πολύ χρόνο και προσοχή. Ωστόσο, δείγμα αυτής της σχέσης, λεπτομέρεια από μεγάλη, φιλόδοξη και απαιτητική εργασία, δίνουμε εδώ.

Δύο ποιητές, λοιπόν, σε παρόμοια ηλικία, αλλά με τριάντα, τριανταπέντε χρόνια, απόσταση ο ένας από τον άλλο, γράφουν με παρόμοια διάθεση, για το ίδιο θέμα, το ίδιο, σχεδόν, ποίημα· ΚΛΙΜΑ ΑΠΟΥΣΊΑΣ ο ένας, ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ο άλλος.

Το «Κλίμα απουσίας» ανήκει στην ενότητα «Πρώτα Ποιήματα» , της συλλογής Προσανατολισμοί , και περιγράφει μια ψυχική διάθεση:
Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν
Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε

Κι όταν μεσ’ στα μαλλιά μου μελαγχόλησε
Το αμετανόητο χέρι

Δέθηκα σ’ έναν κόμπο θλίψης

Το «Υστερόγραφο» ανήκει στη συλλογή Απόπειρα, Ποιήματα 1969-1999 και περιγράφει επίσης μια ψυχική διάθεση:

Η αγαπημένη μου πέθανε.
Ο ουρανός χύθηκε στα μάτια μου .
Μέσα σε μια στιγμή κλωστής
έγινα ένα μικρό ερωτηματικό
μια αυτοψία θλίψης

Αρχίζοντας από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, παρατηρούμε:
και τα δύο ποιήματα είναι μικρά και αναπτύσσουν το θέμα τους σε πέντε στίχους.

Οδυσσέας Ελύτης, ΚΛΙΜΑ ΑΠΟΥΣΊΑΣ. Το ποίημα αναπτύσσεται σε δίστιχο /δίστιχο /στίχο. Ο τίτλος του – «Κλίμα απουσίας»- αποκαλύπτει την «απουσία», αλλά δεν μας λέει τι είδους. Το εμφανιζόμενο πρόσωπο είναι ένα, το ποιητικό εγώ που μιλάει, και του οποίου η παρουσία δηλώνεται τρεις φορές με τις φράσεις «ένας καημός δικός μου», «μεσ’ στα μαλλιά μου» και το ρήμα «Δέθηκα».

Ο ουρανός είναι γεμάτος σύννεφα με επακόλουθο μια ραγδαία βροχή –«όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν», ενώ, στη συνέχεια, τη θέση των σύννεφων παίρνει ο καημός του, οπότε ο ουρανός είναι σκοτεινός και βαρύς. Με δεδομένη την παρουσία της Φύσης και τη συμβολή της στο προσωπικό πάθος, ο συννεφιασμένος βαρύς ουρανός και η εξομολόγηση των σύννεφων στη γη, μας δίνουν ένα μεγάλο πένθος. Ο ποιητής δεν παρασύρεται σε φτηνές συναισθηματολογίες και αφήνει τα πράγματα να μιλήσουν γι’ αυτόν. Ο ίδιος δεν μας λέει πώς νιώθει, η Φύση όμως τον προδίδει. Γιατί η εξομολόγηση των σύννεφων, δηλαδή το ξέσπασμα σε πολλά δάκρυα, συνέπεια του βαρύ καημού που μεγάλος σαν ουρανός τον πλακώνει, είναι ένδειξη θανάσιμης θλίψης.

Έτσι, χωρίς λόγια, αποφεύγει, κατά κάποιον τρόπο, την κατά μέτωπο εξομολόγηση και μιλάει περιγράφοντας τις καιρικές συνθήκες. Τα λόγια που εκείνος θα έλεγε τα λέει η εικόνα. Στη συνέχεια μια ελάχιστη δραστηριότητα έρχεται να δώσει αδιόρατη κίνηση στην ακινησία, στη μέση του ποιήματος. Είναι το «αμετανόητο χέρι» που μελαγχόλησε «μέσ’ στα μαλλιά» του και αποσπά πια το βλέμμα του αναγνώστη από τον ουρανό ή τη γη και το εστιάζει στα μαλλιά, στο κεφάλι, εκεί που υποφέρει. Ο τελευταίος στίχος, σε απόσταση, «Δέθηκα», μας δίνει την τελική εικόνα ενός δυστυχισμένου ανθρώπου· δεμένος όλος σε κόμπο.

Το ποίημα αναπτύσσεται μέσα από τις μεταμορφώσεις της φύσης. Τα σύννεφα εξομολογούνται στη γη, δηλαδή βρέχει, δηλαδή ο άνθρωπος κλαίει. Στη συνέχεια ο καημός του πήζει τον ουρανό. Ο ουρανός είναι πάλι βαρύς, από καημό αυτή τη φορά. Τα φυσικά φαινόμενα συμβολίζουν ψυχικές καταστάσεις και διαθέσεις και μόνο γι’ αυτό υπάρχουν στο στίχο. Αν και το δημοτικό τραγούδι δεν ανήκει στο είδος αυτής της ποίησης, της καθαρής ή της συμβολικής, ωστόσο και στο δημοτικό τραγούδι η Φύση, έχοντας μεγάλο ρόλο στο στίχο, συμμετέχει στο ανθρώπινο πάθος και μάλιστα πάρα πολύ δυναμικά, όπως, όταν η Κόρη απογοητεύτηκε, πια, ότι θα δραπετεύσει από τον Άδη και ο αναστεναγμός της έγινε φωτιά που έκαψε τον κόσμο : «κι η κόρη ναναστέναξε βαθιά στον κάτω κόσμο/ κι ανάψανε τα καπηλειά, κι εκάησαν οι ρούγες» («Η Λυγερή στον Άδη»). Ο κόσμος, λοιπόν, στο ποίημα του Ελύτη, έχει μεταμορφωθεί για να υποδυθεί την ανθρώπινη ψυχή. Ο μεγάλος συννεφιασμένος-πένθιμος ουρανός είναι όλος μια μεταφορά της ψυχικής του διάθεσης. Το ρήμα στον καταληκτικό στίχο «δέθηκα σ’ ένα κόμπο θλίψης» είναι οριακό σχήμα για την αθεράπευτη θλίψη του.

Ντίνος Σιώτης, ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ. Και αυτό το ποίημα εκτυλίσσεται σε πέντε στίχους, όμως σε ενιαίο σώμα. Ο τίτλος – «Υστερόγραφο»- ελαφρά υπαινικτικός, αμέσως με τον πρώτο στίχο, θα μας αποκαλύψει περί τίνος πρόκειται. «Η αγαπημένη μου πέθανε». Έτσι, χωρίς περιστροφές, καθαρά, δηλωτικά καταθέτει το γεγονός. Το ποιητικό εγώ εμφανίζεται αμέσως με την «αγαπημένη» του πρώτου στίχου. Λόγω του τετελεσμένου της «αγαπημένης», «ο ουρανός χύθηκε στα μάτια» του. Εν ολίγοις θρήνησε σπαρακτικά. Το ποιητικό εγώ δηλώνει την παρουσία του στο ποίημα τρεις φορές: «η αγαπημένη μου», «στα μάτια μου», «έγινα». Το συναίσθημα είναι προσωποποιημένο και όλα είναι συνέπεια του θανάτου που έχει προηγηθεί. Στον τρίτο στίχο γίνεται μια μικρή κίνηση, το ελάχιστο του χρόνου που απαιτήθηκε- -«Μέσα σε μια στιγμή κλωστής»- για να αλλάξει ο κόσμος και το ποιητικό εγώ να μεταμορφωθεί στον τελευταίο στίχο -«έγινα»- «ένα μικρό ερωτηματικό», ένα γιατί;- «μια αυτοψία θλίψης».

Και τα δύο ποιήματα είναι παρόμοια, μόνο που στο ένα δεν καταδηλώνεται η αιτία του πένθους, ενώ στο άλλο καταδηλώνεται. Και στα δύο έχουμε δάκρυα πολλά, και στα δύο θλίψη και στα δύο μεταμόρφωση. Τρεις και παρόμοιες οι εμφανίσεις του ποιητικού εγώ στο ποίημα, τις δύο με την αντωνυμία «μου» την άλλη με ένα ρήμα: «δέθηκα», «έγινα». Και στα δύο ποιήματα το ποιητικό εγώ, στη μέση του ποιήματος, κάνει μια ελάχιστη κίνηση «το «χέρι στα μαλλιά» στο ένα, «μια στιγμή κλωστής» στο άλλο. Και τα δύο ποιήματα τελειώνουν με τη λέξη «θλίψη». Και στα δυο ποιήματα, το πρόσωπο μεταμορφώνεται σε έναν κόμπο θλίψης, το ένα, σε ένα ερωτηματικό το άλλο. Και τα δύο σχήματα –κόμπος και ερωτηματικό- είναι μικρά αλλά τελεσίδικα θλιβερά. Τελικώς και οι δύο ποιητές βιώνουν ένα «κλίμα απουσίας» και οι δύο γράφουν το «υστερόγραφο» μιας απώλειας.

Ο Ντίνος Σιώτης πατάει γερά στα βήματα του Οδυσσέα Ελύτη μιλώντας για το ίδιο θέμα, αλλά με τον δικό του προσωπικό τρόπο. Αργότερα αλλάζει.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη