frear

Για το «Εκεί κάτω στον ουρανό» της Γεωργίας Συλλαίου – γράφει η Σωτηρία Καλασαρίδου

Γεωργία Συλλαίου, Εκεί κάτω στον ουρανό, Πόλις, Αθήνα 2018.

Ένα πρώτο ερώτημα που μπορεί να αναδυθεί, μόλις πάρουμε στα χέρια μας το βιβλίο με τίτλο Εκεί κάτω στον ουρανό της Γεωργίας Συλλαίου, το οποίο εκδόθηκε πρόσφατα (Φεβρουάριος 2018) από τις εκδόσεις Πόλις είναι τι και ποιες πληροφορίες μπορούμε να αντλήσουμε από τα παρακειμενικά του στοιχεία, δηλαδή από τον τίτλο του, τη δομή και την τιτλοφόρηση καθενός εκ των μερών του, αλλά και από το εξώφυλλό του. Θα ξεκινήσω να απαντώ στα προαναφερθέντα ερωτήματα, εστιάζοντας αρχικά στον τίτλο του βιβλίου, υπογραμμίζοντας τη νοηματική αντίθεση ανάμεσα στις λέξεις ουρανός και κάτω, την προφανή διασάλευση της νοηματικής αλληλουχίας και κατ’ επέκταση την εγγενή αμφισημία που λειτουργεί διεγερτικά για τον αναγνώστη. Τόσοι οι τίτλοι των κεφαλαίων όσο και των άλλων μερών του βιβλίου συνηγορούν υπέρ μιας ειδολογικής υβριδικότητας στην οποία θα αναφερθώ διεξοδικά αμέσως παρακάτω. Ολοκληρώνοντας με τα παρακειμενικά στοιχεία πρέπει να πούμε ότι το εξώφυλλο του βιβλίου μπορεί να αποτελέσει ένα οδόσημο σε αυτό το αρχικό στάδιο της διαμόρφωσης των αναγνωστικών προσδοκιών, στέλνοντας το μήνυμα πως το περιεχόμενο δύναται να αφορά στην παιδική ηλικία και σε μια παρελθούσα παιδικότητα της ηρωίδας.

Όπως συνηθίζω να επισημαίνω σχεδόν πάντοτε, όταν επιχειρώ τον χαρακτηρισμό ενός λογοτεχνικού έργου σε ό,τι αφορά το είδος του, η εκάστοτε λογοτεχνική ταξινόμηση φέρει την ολισθηρότητα του πεδίου των λογοτεχνικών ταξινομικών πρακτικών. Τούτη η εξ υπαρχής επισφαλής ειδολογική ένταξη των λογοτεχνικών έργων μεγεθύνεται, όταν το προς ταξινόμηση βιβλίο χαρακτηρίζεται από υβριδικότητα. Ένα δεύτερο επομένως ερώτημα που αναδύεται, μόλις ο αναγνώστης ολοκληρώνει την ανάγνωση του βιβλίου, μπορεί να αφορά στην αδυναμία ενός οριστικού χαρακτηρισμού του ως είδους, στον βαθμό που το βιβλίο ενοφθαλμίζει περισσότερα του ενός λογοτεχνικά είδη με τα διαφορετικά αντιστοίχως χαρακτηριστικά τους: τη συντομία και την κορύφωση του διηγήματος, τον προσωπικό εξομολογητικό τόνο της ημερολογιακής γραφής, τις απαραίτητες λεπτομέρειες που προικοδοτούν το κείμενο με την αληθοφάνεια μιας μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας ή την κατά συνθήκη ψευδολογία του μυθιστορήματος. Η υβριδικότητα, κατά συνέπεια, του εν λόγω βιβλίου πέρα από το ότι μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναμφίβολη λειτουργεί και ως αναγκαία και γι’ αυτό αναπόδραστη συνθήκη συγγραφικής τεχνικής που κατοχυρώνει τη λογοτεχνική πρωτοτυπία του στο επίπεδο της φόρμας.

Νευραλγικής σημασίας τόσο για τη φόρμα του βιβλίου όσο και για το περιεχόμενό του βέβαια είναι η λειτουργία της Μνήμης. Από τη θραυσματική Μνήμη στα αρχικά του μέρη προχωρούμε προς τη δημιουργία μιας Μνήμης καταστατικής που επιχειρεί να ανασύρει τις περισσότερες φορές με επώδυνο τρόπο ψήγματα αναμνήσεων, το κάδρο των οποίων ολοκληρώνεται, όσο η αφήγηση προχωρεί. Διαβάζουμε: « […] Οι μνήμες της δεν ήταν ποτέ απολύτως καθαρές, υπήρχε μια καλειδοσκοπική διαστρέβλωση, που ωστόσο δεν αλλοίωνε την υποκειμενική της πραγματικότητα, αντιθέτως την παρέθετε ενώπιόν της με μια φασματική λάμψη […]».

Μολονότι ο λόγος της Συλλαίου δεν είναι μακροπερίοδος, υιοθετεί ορισμένες από τις τεχνικής της ροής της συνείδησης και παρά το στακάτο του ρυθμού επιβάλλεται αναγνωστικά με τη συνεχή ροή των σκέψεων, των αισθημάτων και των αναμνήσεων ως θραύσματα της συνείδησης και χωρίς αυτά να είναι διηθημένα πάντα από τη λογική. Μάλιστα η στερέωση της αλήθειας ως έννοιας που προσδίδει στο λογοτεχνικό κείμενο αληθοφάνεια στο παρόν έργο ισχυροποιείται περισσότερο, έτσι όπως αποδίδεται θραυσματικά. Αυτή η μνημική κατάδυση σπονδυλώνει γερά την αφήγηση και σιγά σιγά υφαίνει το νήμα, μετατρέποντας τον λαβύρινθο σε κατοικία.

Στο βιβλίο κυριαρχεί ένα διπολικό σύστημα: Υπό το κράτος της αφήγησης αφενός αφήνει η συγγραφέας να φανεί ο πραγματικός εαυτός, ενώ άλλοτε η ίδια εσκεμμένα υπονομεύει την αξιοπιστία του λόγου της, ερευνώντας το θέμα του εαυτού σε σύγχυση. Η παθητική ενίοτε διάδραση με τον «άλλο» οδηγεί σε μια διαδικασία αποκατάστασης της ταυτότητας, ενώ ταυτόχρονα το θρυμματισμένο εγώ ορίζεται μέσα από σχέσεις ετερότητας. Διαβάζουμε: « […] Το όνομά μου ας είναι / Ή μάλλον το όνομά μου είναι / Το όνομά μου δεν είναι/ Είμαι / Ή θα ήθελα να είμαι / Η Σκάρλετ Ο’ Χάρα / Η Κάθυ Έρνσοου / Η Τραβιάτα / Η Ρεβέκκα […]». Η συγγραφέας επιχειρεί και καταφέρνει να διεγείρει τον αρχέγονο μηχανισμό άλγους μέσα από τον πολυεπίπεδο λόγο, ο οποίος είναι διάτρητος από κραυγές, ψιθύρους και σιωπές, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο κενά από πλεονάζον υλικό, θέτοντας ταυτόχρονα σε κίνηση αρχετυπικές λειτουργίες της συνείδησης όπως είναι ο έρωτας, οι δεσμοί αίματος, η σχέση γονέων – παιδιών, η φιλία, ο θάνατος , το πένθος.

Στο βιβλίο παρατηρείται μια ποίκιλση του ρυθμού αφήγησης. Είναι φορές που στα ακραιφνώς αφηγηματικά κομμάτια η συγγραφέας αναμοχλεύει το παρελθόν, παρέχοντας γι αυτό αρκετές πληροφορίες, ταυτόχρονα όμως η ίδια αυτή διασπάθιση της μνημικής κατάδυσης σε λιγότερο, φαινομενικά πάντα, αναγκαία αφηγηματικά γεγονότα πλαισιώνεται από έναν λόγο στον οποίο κυριαρχεί ένας κοφτός ρυθμός, όπως προσδιορίζεται από τις μικρές, σύντομες προτάσεις. Εκφραστική οικονομία διαπιστώνεται και στα ημερολογιακά μέρη του βιβλίου, όπου η συγγραφέας πέρα από τον πεζό επιστρατεύει και τον ποιητικό λόγο για να αποδώσει περίτεχνα και με αρκετές μικρές δόσεις αυτοσαρκασμού και αυτό-ειρωνείας τον καμβά των συναισθημάτων της. Σύμφωνα με τον Friedrich Schlägel η ειρωνεία ορίζεται ως σύνθεση νοήματος και από την άλλη ως αποσύνθεσή του. Έτσι και εδώ η ειρωνεία λειτουργεί αφενός ως συνεκτικός νοηματικός δεσμός που στοχεύει να πείσει τον αναγνώστη ότι η πραγματικότητα αναπαρίσταται πιστά, όμως ταυτόχρονα αυτοαναιρείται από την ίδια την αφηγηματική εξέλιξη, καθώς ο μεταφυσικός χαρακτήρας του τέλους του βιβλίου διαλύει αυτήν την πραγματικότητα, αποκαλύπτοντας πως ο συγγραφέας είναι ο δημιουργός των χαρακτήρων και των πράξεών τους.

Ο προαναφερθείς ισχυρισμός μου ενισχύεται, αν αναλογιστεί κανείς πως μολονότι στο βιβλίο κυριαρχεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τόσο στο εισαγωγικό όσο και στο επιλογικό μέρος του βιβλίου η γραφή μετατρέπεται σε τριτοπρόσωπη, δίνοντας την εντύπωση της ύπαρξης ενός παντογνώστη, ανώνυμου αφηγητή και κυρίως εγκιβωτίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αφήγηση. Είναι σαν δηλαδή κάποιος τρίτος παρακολουθεί την ιστορία της πρωταγωνίστριας και της δίνει τον λόγο και τη δυνατότητα να διηγηθεί την παιδική, εφηβική και την ηλικία της νιότης της, αφήνοντας όμως την αφήγηση του τέλους για τον ίδιο. Η απόκρυψη της ταυτότητας του εν λόγω αφηγητή αποτελεί άλλη μία συγγραφική τεχνική κατά την οποία ο κεντρικός ήρωας ― εν προκειμένω ηρωίδα― βρίσκεται υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες ενός παντογνώστη αφηγητή ή απλώς ενός πανεποπτικού διχοτομημένου Εγώ. Και είναι το μεταφυσικό τέλος που δικαιώνει τη λογοτεχνικότητα του έργου στο επίπεδο του περιεχομένου και το οποίο λειτουργεί πολλαπλά: ως ύμνος στη σχέση μητέρας και κόρης, ως προβολή στο μέλλον, ή ακόμη και ως μια περιγραφή μεταθανάτιας συνάντησης.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Franco Fontana.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη