Βάλια Τσάιτα – Τσιλιμένη
Άγρια Χόρτα
(Κίχλη, 2017)
Η λογοτεχνία της γενιάς μας διακατέχεται από το παράξενο, το σκοτεινό, κι είναι συχνά βαμμένη μαύρη αν κι όχι πάντοτε μέχρι το βάθος της. Επιλέγουμε να τραβάμε διαρκώς το σχοινί της λογικής, ωθούμαστε στα άκρα, βαδίζουμε στο χείλος της αβύσσου και πολλές φορές σαν πρόκληση, σπρωγμένοι από μια βολική μελαγχολία, απεμπολούμε τον λυρισμό, τον εξορίζουμε σαν κάτι γλυκανάλατο και δίχως βάθος, κόβουμε, ράβουμε τις κραυγές μας σε μικρές φόρμες, στριμώχνουμε τις λέξεις μας σε φορητές οθόνες, αναζητώντας κάποιον που, ασθμαίνοντας, θα βρει τον χρόνο και θα μας ακούσει.
Και έξω από τη λογοτεχνία όμως, η γενιά μας γοητεύεται, αν και δεν είναι ασφαλώς η πρώτη, από την εγκατάλειψη. Το διαδίκτυο κατακλύζεται για παράδειγμα από μια πληθώρα επεισοδίων, γυρισμένων με την κάμερα ενός κινητού τηλεφώνου, που είναι αφιερωμένα στην εξερεύνηση εγκαταλελειμμένων χώρων. Ο θεατής ξεναγείται σε παλιά σπίτια, εργοστάσια, νοσοκομεία, θέατρα που έχουν ρημάξει, κτήρια που εγκαταλείφθηκαν γιατί ήταν έτοιμα να καταρρεύσουν, σε χώρους διασκέδασης και λούνα παρκ- φαντάσματα, που εμπνέουν φόβο και βαθιά, αλύτρωτη, μελαγχολία. Είναι μαγευτικά όλα τούτα, σχεδόν εθιστικά. Γεννούν μια απτή και αναπόδραστη νοσταλγία όχι μόνο για την ευημερία που χάθηκε, αλλά και για την θαλπωρή μιας καθημερινότητας, που δεν θα γυρίσει πια.
Η εικόνα που, κατά τη γνώμη μου, περιγράφει καλύτερα τα Άγρια Χόρτα είναι αυτή: δυο σώματα γυμνά, ξαπλωμένα επάνω σ’ ένα κρεβάτι, αλληλοξεναγούνται στην ασφυκτικά κατοικημένη και παράλληλα εγκαταλελειμμένη επικράτεια της παιδικής τους ηλικίας. Στο πατρικό σπίτι με τους καναπέδες και τα κάδρα, το κουρδισμένο ρολόι του σαλονιού, την πολυθρόνα και το τραπεζάκι της εισόδου, στον κήπο, στις βόλτες και τις εκδρομές, αλλά και στους ψιθύρους, στις ιστορίες της γιαγιάς, στα σιγανά βήματα της νύχτας, στα όνειρα, στις πληγές, αλλά και σε ό,τι μαθεύτηκε κρυφά, πίσω απ’ τους τοίχους. Τα Άγρια Χόρτα είναι η φωνή της ποιήτριας που ερωτεύτηκε, γυμνώθηκε και πήρε τον αγαπημένο της από το χέρι, για να τον ξεναγήσει, πολλές φορές με αβίαστο λυρισμό, σε μια παιδική ηλικία που την έζησαν παράλληλα, αλλά ξεχωριστά.
Τα σπίτια μας πελώριες φωλιές, αυθύπαρκτες, να χωρούν
τα σώματά μας γυμνά που τυλίγονται σφιχτά από μόνα τους
μήπως και καταφέρουν να ζεσταθούν
Πλάτες αντιθετικά γυρισμένες σε καμπύλη γραμμή τρίβονται
μετρούν και ξαναμετρούν τα χιλιόμετρα,
μήπως και καταφέρουν να τα συντρίψουν
Έτσι ξεκινούν, με την πλάτη γυρισμένη, στριφογυρίζουν έπειτα διαρκώς, απλώνουν χέρια, αλλάζουν στάσεις, κουμπώνουν μεταξύ τους τα σώματα στην προσπάθεια, ώσπου ο αγαπημένος μπαίνει, καλεσμένος, στο σώμα-σπίτι. Μπορούμε να τον δούμε τότε να βαδίζει στο πλάι της, να περπατούν μαζί ανοίγοντας τις πόρτες των δωματίων, να μπαίνουν στο εγκαταλελειμμένο σπίτι απομακρύνοντας τη σκόνη, να ανοίγουν τα παράθυρα και να του δίνουν νέα ζωή. Σπάζουν ένα ρόδι για ποδαρικό, για να ξορκίσουν την εγκατάλειψη και να κατοικήσουν ξανά το φαινομενικά άδειο κέλυφος της παιδικής ηλικίας.
Ο έρωτας στα Άγρια Χόρτα είναι ένα σπίτι που ξεκινάει να χτίζεται επάνω στα θεμέλια του παρελθόντος. Και τούτα τα θεμέλια φαίνονται γερά, με ρίζες σφιχτές. Μπορεί το σπίτι των παιδικών χρόνων να μην κατοικείται πια, υπάρχει όμως κάτω από την επιφάνειά του ένας ολόκληρος κόσμος απ’ την ανάποδη, ένα σύμπλεγμα ριζών από τον οποίο προήλθε ο σπόρος του ποιητικού υποκειμένου. «Αυτή είμαι εγώ», μοιάζει να δηλώνει η ποιήτρια στον αγαπημένο της. «Από εκεί προήλθα, αυτή είναι η μάνα μου και η γιαγιά και ο κήπος που έπαιζα μικρή, το σαλόνι μας, το δωμάτιό μου».
Πάνω απ’ όλα εγώ κι εσύ, μας λέει στο ποίημα «Απαλλαγή». Δεν πρόκειται όμως για μια δήλωση εγωιστική, παρά το ακριβώς αντίθετο, το οποίο μάλιστα φανερώνει τον σφιχτό δεσμό της ποιήτριας με την οικογένεια. Στην επιφάνεια, λοιπόν, στην κορυφή, πάνω σε αυτό το κρεβάτι, είμαστε εγώ κι εσύ. Το παρελθόν έχει στρώσει για εμάς το έδαφος και το υπέδαφος ·είναι ένα βουνό ανεστραμμένο που μας συγκρατεί και μας τρέφει και μας δίνει την ασφάλεια της γνώσης πως, ακόμη κι αν βουλιάξουμε, θα είναι εκεί.
Τι ρόλο παίζουν όμως τα άγρια χόρτα και γιατί δίνουν το όνομά τους στην παρούσα συλλογή; Έχει μεγάλη σημασία, το γεγονός ότι η ποιήτρια επιλέγει να τα αποκαλέσει «άγρια χόρτα» κι όχι απλώς «αγριόχορτα». Με τούτη την επιλογή φαίνεται πως θέλει να τα λυτρώσει από την αρνητική χροιά που συνοδεύει τον όρο «ζιζάνιο» και να συμπεριλάβει σε αυτόν τον τίτλο, από τη μία τις πρασινάδες που φυτρώνουν και θεριεύουν στην εγκατάλειψη, από την άλλη ό,τι βλασταίνει ελεύθερο, δίχως περιορισμούς. Η συλλογή ολόκληρη είναι ένας κήπος. Μια κατάφυτη πλαγιά, η λεπτή λωρίδα του αρμού σε ένα πεζοδρόμιο, απ’ όπου ξεμυτίζει ένα δάσος από αγριόχορτα. Η ποιήτρια φτιάχνει ένα πολύ ισχυρό σύμβολο, για την ακρίβεια ένα σύμβολο με κοινή (υπό την έννοια της μοιρασμένης) νοημοσύνη. Ένα, μοναδικό, χόρτο έχει μέσα του όλη τη γνώση της μεγάλης οικογένειάς του, διαθέτει τους ίδιους μηχανισμούς άμυνας, κουβαλά την ιστορία του κι ένα παρελθόν που το διαμόρφωσε, όπως ακριβώς και το ερωτευμένο ποιητικό υποκείμενο.
Άγρια χόρτα είναι εκείνα τα φυτά που αιώνια μας αντιστέκονται, που είναι ικανά να επιζήσουν από το δηλητήριο που τους ρίχνουμε, να επιβιώσουν σπάζοντας τη μια πέτρα μετά την άλλη ή να ενώσουν με τον τρόπο τους τα σπασμένα μας κομμάτια. Για τον κηπουρό, είναι πολλές φορές ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής. Μοιάζουν να τον κοροϊδεύουν, να χλευάζουν τις προσπάθειές του να τα τιθασεύσει. Ακόμη κι αν τα εκριζώσει, αυτά καταφέρνουν να επανέρχονται ξανά και ξανά. Μαζεύονται για λίγο κι αυτά στο καβούκι τους, στα έγκατα της γης, όπου περιμένουν υπομονετικά, ώσπου να βρουν πάλι μια χαραμάδα να τρυπώσουν. Θρέφουν εκεί κάτω τα όνειρά τους, μαζεύουν ζεστασιά, προετοιμάζονται για τη γοητευτική μάχη της επιφάνειας. Άλλωστε και η ίδια η ποιήτρια το λέει, συστήνοντάς μας το βιβλίο της:
Μας λένε Άγρια Χόρτα [..] σκαρφαλώνουμε μέχρι τον ήλιο και ερωτευόμαστε τις κόρες του. Εκείνος θυμώνει λιγάκι και μας κυνηγά καμιά φορά, αν τυχόν αντιληφθεί την παρουσία μας, και τότε τρέχουμε να κρυφτούμε στα έγκατα της γης… Μας φαίνεται περίεργο που δε συμπαθείτε τα έγκατα της γης ~ εκεί φυλάσσονται βολβοί μαγευτικών ονείρων! Τη νύχτα τους γαργαλάει το χώμα για να μάθουν να τραγουδούν και να σπρώχνουν. Ξέρετε τι δύναμη θέλει ένας βολβός να πετάξει μίσχο και να τον φτάσει μέχρι τον άνεμο; Θέλει νεύρα και θυμό καμιά φορά, ή και στεναχώρια.
Για τον περιπατητή και τον λάτρη της φύσης, από την άλλη, η ανακάλυψη των άγριων χόρτων είναι από τις μεγαλύτερες απολαύσεις. Θυμάμαι τη δασκάλα μου να σκύβει με αγάπη όταν συναντούσε κάποιο από αυτά και να τα αγγίζει με τρυφεράδα: «καυκαλήθρες», μου έλεγε, «ασφόδελοι», «ζοχοί», «καλέντουλες, μυρώνια, μάραθος, οβριές, μολόχες. Κοίτα πώς τα κίτρινα λουλούδια ζουν κοντά στα μοβ». Κι έπειτα «αυτά να μην τα πιάνεις, έχουν δηλητήριο» και τα χέρια μου να κοκκινίζουν, σαν από ντροπή.
Κι έτσι φτάνουμε σ’ ένα θέμα ή μάλλον ένα χαρακτηριστικό που κάνει την εμφάνισή του πολλές φορές στη συλλογή και δεν είναι παρά το «χέρι». Αν εξαιρέσουμε νύχια, δάχτυλα, αγκώνες, ώμους— εμφανίζεται περίπου 25 φορές. Τα άγρια χόρτα, σε όποια οικογένεια κι αν ανήκουν, έχουν μια αδιαμφισβήτητη σχέση με το «χέρι». Το φοβούνται; Το χρειάζονται; Εξαρτάται η ύπαρξή τους από αυτό; Χωρίς αμφιβολία. Είναι το χέρι του κηπουρού, τα χέρια των εραστών, το χέρι της ποιήτριας που έσπειρε τα ποιήματά της σε αυτόν εδώ τον κήπο από χαρτί, το όνειρο όσων έχουν πληγωθεί, το τρυφερό, καταπραϋντικό χάδι της μάνας.
Θα κλείσω αφηγούμενη μια ιστορία που μου συνέβη και την έχω μέσα μου σαν κρυφό μυστικό, σκεπτόμενη καμιά φορά πως ίσως και να τη φαντάστηκα. Βρήκα κάποτε, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, ένα τεύχος του περιοδικού Το Δέντρο. Λεπτός τόμος, μα εξαιρετικά ενδιαφέρων, πρέπει να ήταν της δεκαετίας του ογδόντα. Μεταξύ άλλων, υπήρχε εκεί το ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη, που ονομάζεται «Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές». Λέει, λοιπόν, το ποίημα αυτό:
Οι καλοί ποιητές μας φεύγουνε μια μέρα
όχι γιατί πεθαίνουνε
[…]
αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους
λουλούδια τρυφερά.
Χρόνια μετά, έχοντας αγοράσει τον πρώτο τόμο των Απάντων του Γιάννη Βαρβέρη, διάβασα το ίδιο ποίημα και με έκπληξη συνειδητοποίησα πως κάτι ήταν διαφορετικό: εκείνα τα λουλούδια είχαν γίνει πλέον, αντί για τρυφερά, τρομερά. Πρόκειται για αναθεώρηση του ίδιου του ποιητή; Ήταν ένα τυπογραφικό λάθος του Κώστα Μαυρουδή, του Γιάννη Πατίλη, του Τάσου Γουδέλη; Πόση ζωή προϋποθέτει αυτή η αλλαγή; Ποια είναι η διαδρομή που οδηγεί απ’ το τρυφερό στο τρομερό;
Ξεκινούν τα κείμενά μας τρυφεροί βλαστοί, βρίσκουν μια χαραμάδα στον κήπο της λογοτεχνίας και σηκώνουν δειλά το κεφάλι τους για ν’ αντικρίσουν το φως του ήλιου. Ο χρόνος κι η επιμονή θα δείξουν αν θα καταφέρουν να θεριέψουν και υψώνοντας το τρομερό τους ανάστημα, να σπάσουν τις πέτρες και να εξαπλωθούν, ταξιδεύοντας με τον αέρα, πάνω στα ρούχα μας, μέσα στα μαλλιά μας, στις ρωγμές του δρόμου ή πιασμένα επάνω στο τρίχωμα μιας γάτας σαν από τις χειρολαβές του λεωφορείου.
[Το παρόν κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου της Βάλιας Τσάιτα-Τσιλιμένη στον Μωβ Σκίουρο, στις 12 Ιανουαρίου 2018.]