Ελένη Χωρεάνθη, Η συνήθεια του αριθμού, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2017.
Κοιτάζοντας απλώς και μόνον τους τίτλους ‒«Αρχιπέλαγος», «Η συνήθεια του αριθμού», «Η ζωγραφική των αισθημάτων»‒ των τριών ενοτήτων της συλλογής Η συνήθεια του αριθμού της Ελένης Χωρεάνθη, αισθάνεσαι ότι μπαίνεις σε χώρο ιερό, όπου οι τίτλοι είναι τα στάσιμα ενός δράματος.
Η Χωρεάνθη μπαίνει στον νυμφώνα της Ποίησης ιεροπρεπώς και αυτό καταδηλώνεται με το ποίημα «Ένα τραγούδι για την Πάρο» που είναι ποίημα-ψηφιδωτό, συνθεμένο από θησαυρισμένα μέσα της ποιητικά πολύτιμα πετράδια, τα οποία, όπως διαβάζονται, αναδίνουν ήχους-ύμνους από όλη την ελληνική ποιητική παράδοση. Ο Ρίτσος πρώτος πρώτος φανερά και ο Σεφέρης κρυφά, ο Σολωμός φανερά και ο Ελύτης κρυφά, ο Όμηρος φανερά κι ο Κάλβος φανερότατα, ο Καβάφης παντού και ο κατάλογος είναι μεγάλος, όπως και ο ύμνος που συνθέτει η ποιήτρια. Το πρώτο ποίημα αυτό ποίημα είναι ένα Μεγαλυνάρι για τη μητέρα Ελλάδα, κι ας ακούγεται στον τίτλο μόνο το όμορφο κυκλαδονήσι. Γιατί κάθε λέξη, στίχος και στροφή είναι εγκώμιο της Ελλάδας. Η Χωρεάνθη αισθάνεται την ανάγκη να αρχίσει τον έπαινο από την Πάρο διότι εκεί είναι το κέντρο, η αγκαλιά της Ελλάδας και εκεί είναι και το Σπίτι της Λογοτεχνίας, όπου πολλοί εραστές του Λόγου περνούν τις διακοπές τους δημιουργικά.
Η αίσθηση που βγαίνει από τη φυσική πραγματικότητα και από τον πολιτισμό σαν πνεύμα Θεού φέρεται επί γης και υδάτων, καθώς και η αρμύρα που είναι φανερή παντού, το νερό και ο ήλιος, οι «ανεμοδαρμένες γαίες», η θάλασσα που «ζώνει και γλύφει στεριές», τα «νησιά μεγάλα και μικρά» που «αρμενίζουν / θηλάζοντας αρμύρα κι άσπρο φως», οι «λόφοι γυμνοί και διψασμένοι» που «πίνουν την αρμυρή ανάσα των νερών», «Ο ήλιος ως αράχνη κυκλοδίωκτος» που «δωροδοκεί τα έργα και τις μέρες των ανθρώπων», τα «Όρθια βουνά γυμνοί γρανίτες», οι μαρμαροπελεκητές που από τα χέρια τους βγάζουν θεούς, ήρωες και ημιθέους, οι δουλευτές της γης που «η ζωή τους τραβάει την ανηφόρα/ με αξίνες, με λοστούς και με καλέμια». Όλα αυτά και πολλά ακόμη συνιστούν τον ύμνο, στην Ελλάδα, με αφορμή το νησί. Μια παρόμοια αφορμή είχε και ο Μανώλης Γλέζος, ο οποίος εκκινώντας από το δικό του νησί, τη Νάξο, συνέθεσε τη συλλογή του Στα Κυκλαδονήσια η Αίσθηση στο Φως. Και αναφέρω τον Γλέζο ειδικά, και όχι και τόσους άλλους που επεχείρησαν το ίδιο, επειδή ο Γλέζος είναι αγωνιστής, άνθρωπος της δράσης, του αγώνα και της μάχης για την κατάκτηση των ιδανικών. Δεν είναι ο άνθρωπος που γράφει από την άνεση του γραφείου του. Η ποίηση μάς βοηθάει να ζήσουμε, όσους, βέβαια, δεν την αισθανόμαστε μόνο σαν εξομολόγηση ιδιωτικών παθημάτων, πράγμα που τείνει να γίνει κανόνας στις μέρες μας. Μια ποίηση, όμως, σαν αυτή με τη θαλασσινή, νησιωτική θωριά της, μας σώζει από την ασφυξία της καθημερινής ζωής. Ο ποιητικός της άνεμος, εκείνος βεβαίως που μας αφορά όλους, μας δροσίζει· εκείνος που καθιστά κοινό το προσωπικό βίωμα. Άξιον Εστί το φως και η ώρα που ο ποιητής παίρνει το μολύβι για να συνθέσει ύμνο στη γη του. Αυτό μας δίδαξε ο μεγάλος μας Οδυσσέας Ελύτης, και αυτό φαίνεται από τις γενιές των ποιητών που δεν κλαψουρίζουν συνέχεια πάνω στα δεινά μας, τα οποία έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να διορθωθούν.
Η Χωρεάνθη, ποιήτρια με το ένστικτο ενεργό πάντα, κοίταξε το πέλαγο το ανεπανάληπτο, το αιώνιο, τη θάλασσα, τις στεριές, τους ανθρώπους, δέχτηκε το δώρο της ζωής που της δόθηκε διπλό: να γεννηθεί Ελληνίδα και ποιήτρια, και το προσφέρει στον αναγνώστη της. Το ποίημα ύμνος στην Ελλάδα μας καλεί στο φως, μας ρίχνει τον προβολέα του ήλιου, μας ραντίζει με τον αγιασμό της αρμύρας, μας δείχνει ότι η αληθινή ζωή είναι πέρα από τα σημαντικά ή ασήμαντα που ταλανίζουν την εποχή μας και την κάθε εποχή και θα συνεχίσουν και μετά από μας. Εμείς, όμως, τώρα ζούμε και τώρα πρέπει να εξαργυρώσουμε τη δωρεά που μας δόθηκε.
Αμέσως μετά την «Πάρο»-Ελλάδα, στο ποίημα «Υπό του Κυρ Αλέξανδρου τη σκέπη» θα ταξιδέψουμε στην Σκιάθο, το όμορφο νησί του Παπαδιαμάντη, το φτωχικό του σπίτι, αλλά και την μεγάλη ανθρώπινη ψυχή του που είδε το «άνθος του γιαλού», άκουσε το «μοιρολόι της φώκιας», λαχτάρησε η ψυχή του την αθώα Μοσχούλα, συμπόνεσε την τραγική Χαδούλα που η μοίρα την μετέτρεψε σε Φραγκογιαννού και Φόνισσα.
Και μπαίνουν στη συλλογή οι αριθμοί. Η ποιήτρια, αφήνει την ομορφιά της θάλασσας και των νησιών, εγκαταλείπει το υψυπετές ύφος. Στο υφαντό του πρώτου ποιήματος τώρα κεντάει τον πόνο του καθημερινού ανθρώπου, του ταλαιπωρημένου, του εξαπατημένου, του δύστυχου, του απελπισμένου και αγανακτισμένου. Στην αλλαγή πλεύσης την υποχρεώνει ο «θρήνος των αθώων», η «κραυγή του πλήθους των ανωνύμων», ο «ηλικιωμένος» που έβαλε τέλος στη ζωή του» στην Πλατεία Συντάγματος, ο «Ελεεινός Ελπήνωρ» που είχε, ωστόσο, Όμηρο, Ησίοδο και τραγικούς ποιητές στο γυλιό του μαζί με «ύπουλες προθέσεις», ο «αλαζόνας Έπαρχος», ο αρραβωνιαστικός που δεν ήρθε «Εκείνα τα Χριστούγεννα» ούτε ποτέ μετά, η γυναίκα ή η σκιά της που «ενοικεί στο κουρσεμένο σπίτι», ο «πανέμορφος Σπυρίδων» και όλοι εκείνοι που έφυγαν, καθένας κι ένας κρίκος σε μια μακρά πένθιμη αλυσίδα.
Στην τρίτη ενότητα, η ποιήτρια αλλάζει ύφος. Απομακρυσμένη από τα πράγματα παρατηρεί νηφάλια, σχολιάζει με το εγώ μέσα στην ποιητική ουσία που προσπαθεί να περιγράψει. Και τα πέντε ποιήματα της ενότητας συνιστούν μια αυτοβιογραφία χωρίς μύθο, απλή, στεγνή, αληθινή, ένα αίσθημα δικαιωμένης ζωής μαζί με όλα τα δεινά που η φύση των πραγμάτων δεν μπορούσε να αποφύγει.
Δεν θα ήθελα να πω πως η Ελένη Χωρεάνθη κλείνει τους τρέχοντες λογαριασμούς της, ωστόσο, λέει τα λόγια της γιατί «αύριο η ψυχή μας κάνει πανιά» είπε ο Σεφέρης, και αυτό το αύριο κανείς δεν ξέρει πότε θα έρθει. Έτσι πλήρης, με όνειρα στα μέτρα του ανθρώπου δικαιωμένα, με έργο πλούσιο, με φως στα μάτια και στο νου, ελπίζοντας σαν άλλη Σκάρλετ Ο ’Χάρα ότι «Αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα», βλέπει το «Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο»· και μ’ αυτόν τον, έστω και λίγο, παρήγορο σολωμικό στίχο, κλείνει την περιδιάβασή της στην Ελλάδα, στην Πάρο, στην Αθήνα, στα μικρά και μεγάλα καθημερινά δράματα, στη μνήμη και στα κείμενα που αγάπησε στη ζωή της.
Η ποιητική γραφή μοιάζει ελεύθερη, η φόρμα απλή, χωρίς τις δεσμεύσεις της παραδοσιακής, αλλά, όπου ευκολύνεται, ομοιοκαταληκτεί και η αναδρομή της στους ποιητές και πεζογράφους που αγάπησε είναι συχνή.
Τέλος, δεν θα έπρεπε να αφήσουμε ασχολίαστο το διπλό μότο της συλλογής. Από το ένα κρατώ τη φράση «κραταιά ως θάνατος αγάπη», από το Άσμα Ασμάτων. Από το άλλο τις «ιδανικές φωνές» του Καβάφη· αγάπη και αγαπημένες φωνές είναι η διήκουσα ιδέα των ποιημάτων. Διακοσμητικά σχέδια, μια λύρα κι ένα καράβι, στις μέσα σελίδες πουλιά και μουσικά όργανα, όλα όσα τη συνοδεύουν στο ταξίδι της ζωής και της ποίησης, χορεύουν σ’ έναν αντικριστό νησιωτικό χορό.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Maurice Denis.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.