frear

Για το βιβλίο «Μίτος αιφνίδιος η μοναξιά» ‒ γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Κώστας Ριζάκης, Γιάννης Στεφανάκις, Χρίστος Κρεμνιώτης,
Μίτος αιφνίδιος η μοναξιά
, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016.

Το ερώτημα για το σκοπό της ζωής είναι σχεδόν αλαζονικό, καθώς η ίδια η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του ανθρώπου μπροστά στην απεραντοσύνη του σύμπαντος είναι ασήμαντη

(Θεοδόσιος Τάσιος, ΕΡΤ 2. 26/10.2016).

Εκκινώ από αυτό που έλεγε ο Σεφέρης για τον εαυτό του. Είμαι ένας κόκκος άμμου. Ένα κάτι ελάχιστο σε σχέση με τον κόσμο όλο. Είμαι το νυν σε σχέση με το αιέν, ο κόσμος ο μικρός και συγχρόνως ο μέγας, κατά τον Ελύτη. «Για να δεις τον κόσμο σε ένα κόκκο άμμου/ Και τον παράδεισο σε ένα αγριολούλουδο /Κράτησε το άπειρο στην παλάμη του χεριού σου/ Και την αιωνιότητα σε μία ώρα», είπε ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ και αυτόν τον κόσμο και παράδεισο και λουλούδι και αιωνιότητα την συναντάμε στις τρεις ποιητικές παρουσίες που εξετάζουμε εδώ.

Έτσι ο τόμος με τον τίτλο Μίτος αιφνίδιος η μοναξιά, σαν κόκκος άμμου στο πέλαγος του είδους του, διατρανώνει με το ελάχιστο είναι του την συμπαρουσία τριών ποιητών, των οποίων το ποιητικό και συναισθηματικό στίγμα είναι και κοινό και διαφορετικό. Αρχίζοντας από το γνωστό ότι ο θεός των Δελφών δεν λέει, αλλά σημαίνει, θα έλεγα πως και ο τίτλος του βιβλίου μας δίνεται σαν χρησμός της Πυθίας. Οι τίτλοι, ως γνωστόν, είναι ή περιγραφικοί ή σχόλιο, υποδήλωση ή υπαινιγμός. Στην παρούσα περίσταση, ο τίτλος Μίτος αιφνίδιος η μοναξιά είναι επιλογή και εύστοχη και υπαινικτική. Κάθε ποιητής κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα για τη «μοναξιά», φώτισε από τη δική του σκοπιά το θέμα και μας έκρινε άξιους να δούμε την ψυχή του.

Να επισημάνω από την αρχή τα υπαινικτικά και, με τον τρόπο τους, συμπληρωματικά σχέδια της Μαργαρίτας Βασιλάκου, τέσσερα τον αριθμό, με κυρίαρχη φιγούρα τον άνθρωπο δεμένο με τη γη του, σαν σχεδιαστική αντίστιξη στα ποιήματα.

Μίτος Αιφνίδιος η Μοναξιά. Τρεις λέξεις, κάθε μία με το ειδικό της βάρος. Κυρίαρχη η «Μοναξιά». Ο «μίτος», σαν εκείνον της μυθικής Αριάδνης, σαν λώρος, μας συνδέει με τη σκοτεινή μας μοίρα και το επίθετο «αιφνίδιος» έρχεται να κόψει τον καιρό στα δυο, αφού το ξαφνικό και μη αναμενόμενο φέρνει την αλλαγή. Και οι τρεις λέξεις, λοιπόν, του τίτλου, σαν τρεις νότες, δίνουν το χτύπημα της μοίρας στη μορφή της μοναξιάς. Οι ποιητές μας, ο καθείς με τα όπλα του, θα αντιμετωπίσουν το θέμα.

Κώστας Θ. Ριζάκης:

Για ένα ντουέτο μοναξιά, μας μιλάει ο ποιητής και μας παρασύρει στο ρυθμό της μουσικής του. Κι επειδή ο άνθρωπος το πρώτο έναυσμα για να στοχαστεί το παίρνει από τη φύση, αυτή έχει μπροστά του και με αυτήν αναμετριέται. Η φύση είναι γένους θηλυκού. Τα ξαφνιάσματα της με ενός κοριτσιού ή μιας γυναίκας ερωτικής, λάγνας και επιθυμητής, δίνουν αφορμές στον ποιητή.

«Η άνοιξη σ’ αιφνίδια κερασιά» μοιάζει σαν έρωτας για το κορίτσι- δέντρο. Και μόνο η εικόνα τα έχει πει όλα. Η κερασιά, ξαδελφούλα της αμυγδαλιάς, με το απρόσμενο μες στον χειμώνα άνθισμά της μας αιφνιδιάζει ή προοικονομεί μια μικρή ανάσταση μες την χειμωνιάτικη μουντίλα, γεννώντας το μεγάλο κοντράστ, τη γροθιά στη νέκρα του χειμώνα. Και το κορίτσι κερασιά, ο έρωτας σαν ανθισμένη κερασιά, σαν ιεροτελεστία της άνοιξης, όχι όπως την απέδωσε ο Σραβίνσκι με μουσική, ο Ντιαγκίλεφ με μπαλέτο και ο Νιζίσκι με χορό, αλλά ένας Έλληνας ποιητής, ο Κώστας Ριζάκης προβάλλοντας τα θηλυκά χαρακτηριστικά της: «Λόφοι κυματίζουν στο κορμί της», «χρεμετίζει η χάρις των καλπασμών», «χυμένα τα μαλλιά» της, «λαγαροί οι βυθοί» της, «το καταπράσινο δυο αμέθυστων ματιών/ την παραδείσια κερκόπορτα σμιλεύει».

Και από το δέντρο στο κορίτσι και από το κορίτσι στο ποίημα, όλα ίδια και παρόμοια μας καθηλώνουν σε μια εικόνα, ζωγραφιά, γεύση, άρωμα, αφή, φιλί, αίσθηση: Τα «βοδενά της χείλη ως με φιλούνε»; «μία δενδρογαλιά μπλεγμένη στο κλαδί»; ο πειρασμός του παραδείσου! «Πόσον ξεπόρτισε η ανθισμένη κερασιά»; «Απ’ τις πληγές του πάθους να παρασύρομαι»; «Να ’ν’ ο κρυμμένος πυρετός που με τραντάζει»; ή , «το μισάνοιχτο της στόμα όταν γελά/ καθώς το ποίημα ακουμπώ να με ξαφνιάζει»;

Αποθεωτικά ερωτική διεργασία. Η κερασιά-κορίτσι, σαν άλλη «τρελή ροδιά», ξετρελαμένη με τη ζωή και την απορία της, με το ρίγος στο χρώμα, στη ρίζα και στα φύλλα της.

Και αφού γεννήθηκε «Κι ο έρωτας τώρα ερωτά», μας θυμίζει τον αινιγματικό τίτλο του Ελύτη Τα Ρω Του Έρωτα, αναγραμματισμένο, που είναι συγχρόνως έρωτας και μαγεία και ερωτήματα και μια τεράστια απορία. Άλλωστε, πολλά από τα ποιήματα της ενότητας αυτής καταλήγουν σε ερωτηματικά. Θέτουν ερωτήματα τα οποία όμως κανείς δεν τα απαντά. Ρητορικά, κατά βάση, γιατί καταργώντας το ερωτηματικό στο τέλος του στίχου τότε έχουμε μια κατάφαση. Ο στίχος «τι λες ο αγύρτης πια να ξημερώνει ουρανός;» «χωρίς λύρα πανσέληνο φίλιας φωνής φεγγάρι», όπου τα εναλλασσόμενα χειλικά «φ», σαν πνευστά συμπληρώνουν την ορχήστρα, «πώς τη στυφή ν’ αποτινάξεις θες μαυρίλα του/ σε σώματα κορμιά κρουστά που απαυδούν ενίοτε δυο πιτσιλιές γενέθλιο βαφτίζοντας φως πάντα;».

Προσέχω εδώ ότι ο ποιητής στη «στυφή» μαυρίλα του ουρανού, αντιτάσσει «δυο πιτσιλιές γενέθλιο φως». Αξιοποιεί τον αρχαίο μύθο που θέλει τον ουρανό-άντρα τη γη γυναίκα ή σαν πανσέληνο, σε ώρα ερωτική, τις «πιτσιλιές» σπέρμα θεϊκό, από το οποίο θα γεννηθεί «γενέθλιο βαφτίζοντας το φως». Καθαρή μετάπλαση του μύθου της γέννησης της Αφροδίτης. Σε μια παραπέρα ανθισμένη εκδοχή της άνοιξης έρχεται η σειρά της τριανταφυλλιάς, ένα αίσθημα που σκίζει, που χαράζει και ματώνει: «Δεν μ’ άγγιξε η αγάπη λες; που η αγάπη σου /μέσα σε όλα όταν ο θάνατος κρυβότανε παντού /κι έτρεμα στα διαλείμματα στη διάρκεια φοβόμουν /
δεν ήταν η αγάπη ό,τι με κράταγε ορθόν;/…αλ’ αγριότερ’ η καρδιά κι απ’ τ’ αϊτού τα νύχια/με ξέσκιζε θηρίου χαρακιά…».

Και ποιος δεν βλέπει εδώ μεταπλασμένη τη Σαπφώ, το έρωτα τον «αλγεσίδωρο» («ο θάνατος κρυβότανε»), το «αμάχανον όρπετον» («με ξέσκιζε θηρίου χαρακιά») και η κατάληξη: «Ναυάγιο σκόρπιο κι ο καημός το κρίμα να μη σ’ έχω».

Από το ποίημα «Βόρβορος» παίρνω στίχους σκόρπιους και χτίζω το σενάριο: «όπως ποτάμι διέσχιζα την εύφορη κοιλάδα σου», «του έρωτα προσκείμενος δεν στάθηκ’ αυτοδύναμος», «δε χύθηκα περήφανος μητ’ έφτασ’ ως τη θάλασσα/ στο δυνατό φως της αυγής με δάκρυα πλάστηκεν ιλύς/ -ξέραινες την αγάπη σου κι ολόλυζα στις λάσπες!». Και ιδού πώς ο ποιητής, σαν άλλος Σαίξπηρ, έφτασε στον δικό του Αγάπης αγώνα άγονο.

Στο ποίημα «απών» αισθάνομαι πως βρίσκομαι σε αρχαίο τάφο με όλα τα κτερίσματα εκεί, αλλά όμως συλημένο. Ένα «ουκ έστιν ώδε, ηγέρθη» στο ποίημα ακούω, κι ας μην το λέει, αλλά και άλλες θρησκευτικές προεκτάσεις, με παραδοσιακά και μοντέρνα στοιχεία, με οδηγούν στον άδειο τάφο. Πού είναι το σώμα; «Στο ποίημα θα γραπώνεις τον απόντα»; Σαν να μας λέει: δεν είμαι του κόσμου τούτου μη με ψάχνετε στα ευλογοφανή.

Τέλος, στον «Μοναχόλυκο», με γεωγραφικό στίγμα τον «Λευκό Πύργο» και την Τσιμισκή, αλλά και τον κρυφοφανερωμένο λαϊκό βάρδο, ο νους ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη: «έψαχνα στο βορρά για να βρω άγιο» στη μορφή μιας κόρης που του «πυρώνει τον καημό μέσα στα στήθια» και που τον «χόρταινε ψαριές τα παραμύθια». Και σαν άλλος Μητροπάνος, ήθελε τόσο να την έχει να κυλιστούνε «στ’ άγρια χώματα» αλλά την έχασε για να φανεί στο στίχο, «λείπει το βλέμμα της που προσκυνάν τα χρώματα» Κι όταν «κοιμίζει το κορμί της στο κρεβάτι/Κι αναχαράζει αναδεύοντας το στρώμα /Στο ποίημα μη μου ζητάς να κλείσω μάτι/
Ούτε να φράξω την πανσέληνο στο στόμα». Κορυφαίο!

Πικρή η μοναξιά, του έρωτα μεγάλη, του στίχου μεγαλύτερη. Αλλά ο ποιητής μεταπλάθοντας την μια στην άλλη, έχει τα φάρμακα που κάνουν « για λίγο να μην νοιώθεται η πληγή», καθώς λέει και ο Αλεξανδρινός.

Γιάννης Δ. Στεφανάκις:

Μίτος η αθωότητα και μ’ οδηγεί. Η αθωότητα αυτή τη φορά γίνεται ο ομφάλιος λώρος που συνδέει τον ποιητή με την παιδική του ηλικία. Λώρος φυσικός αλλά και συνειδητή επιλογή, νόστος στο παλιό πατρικό του σπίτι, στη ρίζα του. Ο χρόνος μυθικός σχεδόν, τον φέρνει πίσω στην εδεμική αθωότητα, στον προ της γνώσεως χρόνο, πριν από την αμαρτία, πριν οι αθώοι γνωρίσουν και χάσουν τον παράδεισο. Μακάριοι οι μη ειδότες… Αλλά στη ζωή και, αφού οι πρώτοι διδάξαντες πλήρωσαν το τίμημα της γνώσης και οι ακόλουθες επίσης, οι γενεές των γενεών το ίδιο κάνουν. Φεύγουν για να επιστρέψουν στον παράδεισο της παιδικής ηλικίας, εκεί που ζούσαν οι πρόγονοι, η παλιά γενιά, οι γονείς. Εκεί που πρώτα κατοικούσαν άνθρωποι, και τώρα είναι το σπίτι γκρεμισμένο. Εκεί που οι «συκιές αγριοσυκιές τον τόπο διαφεντεύουν/ και δεν γνωρίζουν σύνορα νεκρούς δεν λογαριάζουν/ μπαίνουν στα σπίτια (φιλικά) / οχτρούς εμείς γροικούμε». Και είναι φανερός εδώ ο δεκαπεντασύλλαβους και ας τον έχει χωρίσει ο ποιητής στα δυο – οχτασύλλαβο/ επτασύλλαβο- παραδοσιακό –μοντέρνο εύρυθμο. Γιατί και ο ρυθμός είναι ένας μίτος που οδηγεί στη ρίζα. Κατά το θέμα και η μορφή.

Τα πιο καλά σενάρια τα στήνει η φαντασία, κι ο ποιητής έχει έτοιμο το δικό του και επιστρέφει σαν τον ξενιτεμένο στο πατρογονικό σπίτι, βλέπει αυτούς που το κατοικούσαν, ακούει τις κουβέντες τους, τα βάσανα και τα τραγούδια τους. Αφανής κι αόρατος για κείνους, φανεροί αν και αόρατοι εκείνοι γι’ αυτόν. Παίρνει πριόνι για να κόψει τα κλαδιά της συκιάς, φορτώνει τα βιβλία από το ερειπωμένο σπίτι για να τα μεταφέρει, «νομίζοντας / ότι αντίς συκιάς / τις μνήμες ξεριζώνω». Όμως ούτε η συκιά ξεριζώνεται ούτε η μνήμη με τη μεταφορά των βιβλίων.

Στα τιμαλφή του ποιητή που δεν ξεχνιούνται συμπεριλαμβάνονται: «δρόμοι, βιβλία, λέξεις, ζωγραφιές και το χαμόγελό σου». Τα άλλα τα παίρνει ο χρόνος. Όμως, όποιος αναζητά το χαμένο χρόνο, σαν τον Μαρσέλ Προυστ τον βρίσκει. Γιατί και οι δύο τον ίδιο χρόνο αναζητούν. Τον χρόνο των παιδικών αναμνήσεων· ανάμεσά τους και οι πικρές. Για τον Προυστ ο μίτος ήταν η μυρωδιά από το φλαμούρι και μια μικρή μαντλέν. Για τον Στεφανάκι τι;

Στα οχτώ του ανακάλυψε την τέχνη του Τζίτζιρα, μας λέει. Και για να κλονίσουμε τον μύθο που θέλει τον τζίτζιρα/ τζίτζικα, τεμπέλη τραγουδιστή, ας πούμε ότι είναι και ερωτικός σύντροφος και καλλιτέχνης, που τραγουδάει ταυτοχρόνως τον έρωτά του, τον θάνατό του και την αναγέννησή του.

Το παιδί, που δεν ξέρει «από ίδρωτα», λέει ο ποιητής νοιάζεται για τζίτζιρα «να μη σιωπήσουν/ να μη χαθούν». Το παιδί του Ηράκλειτου παίζει ζάρια, το παιδί του ποιήματος παίζει τζίτζιρα και, αργότερα, γράφει στίχους και φτιάχνει ζωγραφιές.

Όταν κοιτάζει ένα σκυλί που απολαμβάνει τη βροχή αλλά «κόπρο δεν θα το έλεγες», ο νους πετάει στον κυνικό Διογένη. Όταν ένα κοτσύφι πίνει νερό από μια λακκούβα, αναιρεί με την ομορφιά του την ασχήμια της ασφάλτου. Όταν κοιτάζει μια φθαρμένη φωτογραφία, φιλοσοφεί: «Ο ήλιος έφαγε το πρόσωπο/ και μόνο το περίγραμμα/ στ’ αριστερό αφτί/ θυμίζει/πως κάποτε ήσουν φωτογραφία/ ουρανός και φως/ φως κι ουρανός δικός/ χώμα εν τέλει· χώμα» («Φθορά»). Γιατί κι ο ήλιος εξ ίσου συμμετέχει και στη ζωή και στον θάνατο, τρώει οργανικά και ανόργανα. Κι ο ήλιος θάνατος μέσα στους θανάτους, λέει ο Καρυωτάκης. Στο ποίημα «Βαρειά σκιά της πέτρας» έχουμε δυο επίπεδα· το ένα εισάγεται με το ρήμα «θυμάμαι» και το δεύτερο με το ίδιο ρήμα, λίγο πιο κάτω, αλλά ερωτηματικά, «θυμάσαι;». Στο ένα είναι παιδί και παίζει με το φεγγάρι, το φως και τη σκιά. Στο άλλο χάθηκαν τα χρώματα. Είναι ο ζωγράφος που ρωτάει εκείνο το «Θυμάσαι;», είναι η εποχή που έσερνε το «ξύλινο αυτοκινητάκι με κλωστή», που χάθηκε. Θυμάσαι; Το καρφί στον τοίχο που κρέμαγαν τη λάμπα, το σουρωτήρι, το ταψί που οι στάλες της βροχής το μετατρέπουν σε μουσικό όργανο, και πίσω από αυτά τα λιτά, τα απλά και καθημερινά, τα τελείως αμελητέα… το σοβαρό ερώτημα: «Πατέρα μου εσύ ακριβέ / και μάνα πονεμένη /κάπου κοιτάτε γελαστοί κοντά/ ή χώμα λάσπη η ψυχή πεθαίνει;». Αλλά ποιος νεκρός απλός άνθρωπος ή σοφός απάντησε σε ζωντανό; Υπάρχει κάτι πέρα από το θάνατο ή δεν υπάρχει; Ας μην επιχειρήσουμε να δώσουμε απάντηση γιατί η ζωή μας είναι πολλή μικρή και το ερώτημα μεγάλο. Ας πούμε απλώς ότι: μπορεί το σπίτι να είναι μισογκρεμισμένο, μπορεί να κρέμονται οι πέτρες στο αέρα, μπορεί να ουρλιάζει από τους πόνους και τα χρόνια, όμως, «η λεμονιά ατάραχη λες εν υπνώσει κείται», σαν μονοκοντυλιά της φύσης και δείγμα εκείνου που δεν χάνεται. Μια λεμονιά που ανθίζει στην αυλή είναι πάντα δείγμα μιας αιωνιότητας. Ο χρόνος γκρεμίζει τα έργα του ανθρώπου, παίζει ζάρια λέει ο Ηράκλειτος, και με μια κλωτσιά τα γκρεμίζει, λέει ο Καρυωτάκης, αυτή η αλήθεια είναι η μαγική εικόνα της λεμονιάς. Η φύση ξεπερνάει τα ανθρώπινα δημιουργήματα, στο πατρικό μισογκρεμισμένο σπίτι φυτρώνουν παρακλάδια της συκιάς, η φύση τα αφομοιώνει όλα, όλα από αυτήν προέρχονται, όλα σ’ αυτήν επιστρέφουν κι όλα δικά της είναι. Κι ο ποιητής, γράφοντας και ζωγραφίζοντας, κερδίζει το δικό του χρόνο.

Χρίστος Σ. Κρεμνιώτης:

Το αδιαχείριστο του απείρου. Ο τίτλος είναι αντινομικός. Πώς να διαχειριστεί κανείς κάτι που δεν έχει όρια. Το αδύνατον, όμως, είναι δουλειά του ποιητή και το αδύνατο είναι ο τρόπος του που αναδύεται μέσα από μια σειρά αντινομιών, αντιφάσεων, ασύμβατων εικόνων και παρόλα αυτά ενθουσιαστικών… Ο κόσμος παρουσιάζεται διττώς και κατ’ αντινομίαν.

Η «Ελεγεία της γης μου» είναι ένας ενθουσιαστικός θρήνος που εξελίσσεται μέσα από μια πανδαισία εικόνων, χρωμάτων και γεύσεων, ένας διονυσιασμός, όπου από τον ουρανό κρέμονται σταφύλια, ρόγες και ένα βρέφος, ο χρόνος, ο ήλιος, θηλάζει. Κι ενώ αυτό το «θηλάζει» δείχνει τη ζωή στην ανατολή της από παντού ακούγονται «στεναγμοί», «φυσά πυριφλεγής η νηνεμία» (να, μια ακόμα αντινομία) «η λύπη ξεσπά σε ήλιο» (κι άλλη αντινομία). Όλα συμβαίνουν μέσα σε ένα αποθεωτικό φως και σε μια διαρκή ανταπόκριση του εδώ με το εκεί: τα αμπέλια με τον ουρανό, ο κρατήρας με τα φτερωτά, οι ερημιές της θάλασσας και οι άνεμοι.

Μια επανάληψη του «λ» και του «ρ», γράμματα υγρά, ερωτικά και δημιουργικά, δίνουν στο στίχο ροή, κίνηση, δυναμική: «Το αδιαχείριστο του απείρου», όπου «τρέμει το … φως του δρόμου», περνά μια πεινασμένη σφίγγα, κι ένας λασπωμένος, ταλαιπωρημένος, άνθρωπος «από τη γη της ευφυΐας»· ο νους μου πάει καλά κατά τη Θήβα, Οιδίπους ενόψει. Από τις χαραμάδες ο ήλιος, το άπειρο, άγνωστο στα νεκρά μάτια, τα πουλιά κάνουν προπαγάνδα υπέρ της άνοιξης, αφού η ζωή συνεχίζεται, αλλά και ο θάνατος τρώει, το αηδόνι μασάει τον καημό. Όταν συγκεντρωμένα τα πουλιά κελαηδούν και φωλεύουν, ερωτεύονται, μιλούν γι αγάπη και τότε μπαίνει το αηδόνι για να φέρει θρήνο, ο ποιητής έχει δει ενωμένες από την ίδια κορυφή, σαν τον αρχαίο Σωκράτη, τη χαρά και τη λύπη ή, απλώς, την αντινομία της ζωής.

Τα μυρισμένα χείλη της ημέρας φιλούσι το αναπαυμένον μέτωπον της οικουμένης· λέει ο Κάλβος και ο Κρεμνιώτης παρεμφερώς: «Σκύβει ο ήλιος και φιλά κάθε μέρα της πεθαμένης καρδιάς το πρόσωπο σαν να ταν Κόρη…».

Ταλιθά Κούμι, έλα, κόρη, σήκω, και η κόρη αναστήθηκε. Στο ιαπωνικό λιανοτράγουδο, το μακρινό νησί, τ’ απόμερο, τ’απόμακρο που κατοικεί η ψυχή μας…. ακούγεται πάλι εκείνο το ρέον «ρ», που υπομνηματίζει την αλλαγή.

Στο νυχτερινό “Nocturne”, πρωταγωνιστεί ένα φεγγάρι γεμάτο, σ’ έναν Σεπτέμβρη μήνα, με δέντρα, λεπτό αεράκι, στην αμμουδιά, ίχνη στην άμμο, σαν να ακούμε μια μουσική σύνθεση του Κλωντ Ασίλ Ντεμπισσύ, και σκέψεις γύρω από αυτούς που έχουν φύγει… «Έφερα την ψυχή μου στην ακτή σαν ξύλο/ Που το ταξίδεψε, τ’ αλάφρυνε το κύμα/ Και μ’ άλλα σπλάχνα της το κόμισε η αρμύρα». Εκεί σ’ αυτό το σημαδιακό τόπο, στην ακτή, λέει ο Βαλερύ ότι γίνεται η συναλλαγή της ζωής με τον θάνατο.

Εδώ λοιπόν, στην ακτή αρχίζει το ποίημα και τελειώνει με τον στίχο: «Απόψε το φεγγάρι μ’ αιφνιδίασε». Ο ποιητής, σαν τον Σεφέρη, λέει και το μυαλό μας τρέχει, πώς αλλιώς, σ’ εκείνον τον σημαδιακό στίχο: «Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν». Αυτό το φεγγάρι που το ύμνησαν οι ποιητές και το τραγούδησαν οι τραγουδιστές και οι μεγάλοι όλοι της τέχνης, στον ποιητή δεν αρέσει γιατί, κάνει τα πράγματα να φαίνονται όμορφα, ενώ δεν είναι. Ο Κρεμνιώτης έχει δυο φορές το ίδιο σχεδόν αίσθημα. Δεν λέει αν του αρέσει ή όχι, αλλά λέει πως μια νύχτα με φεγγάρι στην αμμουδιά η σκέψη του πήγε σε ανθρώπους που αγαπά: «όσους πέρασαν από ’δω και / παριστάνει η σκέψη μου τα χνάρια τους στην άμμο/ Και των μωρών οι αλάνθαστα ανορθόγραφες φωνές/ πώς στο αέρα απλώνονται, τυλίγουν και τσακίζουν / Σκήπτρα αιώνων εκστομίζοντας με θράσος:/ «παιδός η βασιλίη». Κι αυτοί που πέρασαν είναι αυτοί που γέρασαν, που πέθαναν, που άφησαν το ίχνος τους στην άμμο, όπου, ό,τι γράφεται, ξεγράφεται. Κι ο στίχος επανέρχεται «Μ’ απόψε το φεγγάρι μ’ αιφνιδίασε. Μαρτύρησε/ Πάνω στην άμμο ένα κουβάρι από έρωτα ανθρώπων/ Που ’κανε η μισανάσα τους πικρότερη/ Τη σιωπή των τόπων». Το φεγγάρι ήταν ο αυτόπτης μάρτυς, των ερώτων, άλλοτε. Τώρα σιωπή. Και να την πάλι η αντινομία. Και στη συνέχεια «βρυχάται ο ήλιος με αρπάζει σαν νεογνό/ και για την πέρα Πυρκαγιά/ Με ανατρέφει»… «βαθιά πολύ μέσα στο καλοκαίρι/ Σχεδόν στο Μέγα Πεπρωμένο», για να με στείλει «Κάπου στη χώρα της Αγάπης/ Πέρα από ’κει που φτάνει ο χάρτης». Οι στίχοι είναι σημαδιακοί, ο πρώτος ως γέννηση, ο δεύτερος ως εποχή ωρίμασης, και ο τρίτος ως τόπος καταληκτικός.

Τέλος, στο «Επίγραμμα» έχουμε το ενθουσιαστικό μέλος:

«Έτσι απλωμένο αφήστε τον στο χώμα/ Σ’ ετούτη την ξερή ρωμαίικη πλαγιά/ Ως που να τον ντυθεί για πάντα Αθανασία… Το βάσανο της μύχιας ευωδίας του Υπάρχω /Ψάλτε».

Έτσι με μια συνεχή αντινομία , με το συναμφότερο που λέει και ο Πλάτων και ο Ελύτης και το Ζουράρις με διαρκή ροή ενός «λ» θηλυκού που γεννάει και ενός «ρ», που παίρνει ό,τι η ζωή φέρνει, ζει και πεθαίνει, τελειώνει Το αδιαχείριστο του απείρου.

Τρεις ποιητές, τρεις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, ο καθένας και μια άλλη στάση, αντιμετωπίζουν τον αιφνίδιο μίτο της μοναξιάς μέσα από τη φύση και τις μεταμφιέσεις της, από τον έρωτα και τον πόνο της ψυχής, τις αναμνήσεις και το πάθος για γνώση, τη ζωή και το θάνατο.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη