ΣΧΕΔΙΟ ΥΠΑΡΞΗΣ
Κατερίνα Μαλακατέ, Το Σχέδιο, Μελάνι, Αθήνα 2016.
Ένα μέρος της ιστορίας της λογοτεχνίας γράφηκε ως απάντηση στα ερωτήματα που γέννησε η ανάγνωση των κειμένων. Όπως π.χ., πόση πολιτική χωρά στη λογοτεχνία; Στρατευμένη τέχνη ή η τέχνη για την τέχνη (Ars gratiae Artis); Θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε το ερώτημα και να πούμε, πόση λογοτεχνία χωρά στην πολιτική. Ήταν έγκυρη άραγε η άποψη του Πλάτωνα που ήθελε να εξοβελίσει από το δημιούργημα της Πολιτείας του την τέχνη, καθώς δεν εξυπηρετούσε πολιτικές σκοπιμότητες;
Σε κάθε περίπτωση η τέχνη και ιδίως η λογοτεχνία δεν υπήρξε αμέτοχη στα πολιτικά σχήματα. Είτε στρατευμένη είτε μη, είτε υπηρετώντας ως ενέργημα τη στενή έννοια της πολιτικής είτε απλώς προβάλλοντας πολιτικούς προβληματισμούς στον εκάστοτε κοινωνικό σχηματισμό, έχει βρει εκείνες τις μορφές που της επέτρεψαν όχι μόνο να εδραιωθεί ως επιμέρους λογοτεχνικό είδος (αυτό της πολιτικής λογοτεχνίας), αλλά να συνομιλήσει με την εποχή και άλλοτε να δημιουργήσει εθνική συνείδηση, ιστορική μνήμη και άλλοτε να επηρεάσει κριτικά ορισμένα ιδεολογικά σχήματα.
Το βιβλίο της Κατερίνας Μαλακατέ με τίτλο Το σχέδιο από τις εκδόσεις Μελάνι, μας συστήνεται στο οπισθόφυλλο ως ένα ψυχολογικό και πολιτικό θρίλερ. Και αναμφίβολα είναι.
Η ιστορία εξελίσσεται στη χώρα μας την εποχή της οικονομικής κρίσης. Η Ελλάδα οδηγείται σε δημοψήφισμα στο οποίο επικρατεί η άποψη της αποχώρησης από το Ευρώ. Η χώρα αμέσως απομονώνεται από το διεθνές περιβάλλον. Από την αναστάτωση η εξουσία περνάει στα χέρια του “Ενός”, του Κυβερνήτη -σκιά, μετά από το λεγόμενο “Πραξικόπημα των πέντε ημερών”. Το ζοφερό αυτό ολοκληρωτικό καθεστώς δεν στηρίζεται στη σωματική βία αλλά στον ψυχολογικό καταναγκασμό σε υπακοή και συνθηκολόγηση με τον Ένα. Η ιδιόρρυθμη αυτή δικτατορία αντλεί νομιμοποίηση από τη συνθήκη της μη αντίστασης, της σιωπής και της ανέχειας. Όπλα της για τη διατήρηση της εξουσίας ο φόβος της πείνας και η εγγύηση της εξασφάλισης μιας ισοπεδωτικής ισότητας για όσους δέχονται να δουλεύουν για την επιβίωσή τους στις γκετοποιημένες ζώνες εργασίας.
Είχα πάντα μία επιφύλαξη για τις περιπτώσεις που η λογοτεχνία αγγίζει τόσο πολύ το σύγχρονο της πραγματικότητας. Όταν δηλαδή αναφέρεται στο συγκαιρινό του αναγνώστη, στο πολύ κοντινό του, στον χρόνο εκείνο που αναγνωρίζει ως εντελώς δικό του. Και τούτο γιατί με συγκινεί πάντα στην τέχνη μία αποστασιοποίηση από την εντελώς πραγματικότητα.
Στο μυθιστόρημα όμως της Κατερίνας Μαλακατέ η συγχρονικότητα βοηθά μόνο στο στήσιμο του αφηγηματικού πλαισίου. Ο γνήσιος μυθιστορηματικός χρόνος θα “κλείσει” σε μία αχρονία, σε μία εικοτολογική δυστοπία, σε μία φαντασία όπου εκείνο το οποίο θα θυμίζει εγγύτερα την πραγματικότητα θα είναι το ενδεχόμενο αυτά που περιγράφει το βιβλίο να τα βιώσουμε μελλοντικά. Να αποδειχθούν δηλαδή προφητικά.
Η ίδια άλλωστε στο τέλος του μυθιστορήματος γράφει ότι η συγγραφή του βιβλίου ξεκίνησε το 2011 και ολοκληρώθηκε το 2015. Άρα ήδη άρχισαν να μυρίζουν πραγματικότητα αυτά που στο λογοτεχνικό κείμενο αποτελούσαν τη φανταστική θεώρηση του πολιτικοοικονομικού σχήματος την εποχή της κρίσης στη χώρα.
Το μυθιστόρημα κινείται κατ’ αρχήν στον άξονα της οικογένειας. Ο Χάρης, διανοούμενος συγγραφέας, ιδιαίτερα μορφωμένος, εκκεντρικός με ανοιχτές πληγές και μεγάλες αποστάσεις από το οικογενειακό κάδρο, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη χώρα και να φύγει στο Παρίσι. Εκεί τον περίμενε μία καινούρια ζωή με ένα καλό συμβόλαιο για τη συγγραφή ενός καινούριου μυθιστορήματος. Ήταν ήδη γνωστός από τα μεταφρασμένα στα γαλλικά έργα του. Φαίνεται αδιάφορος τόσο για την οικογένειά του, όσο και για τα πολιτικά ή κοινωνικά σημαινόμενα της εποχής του. Αρνείται να αφουγκραστεί τον παλμό της, όπως όλοι αυτοί που είναι μόνιμα βουτηγμένοι σε εσωτερική αναμόχλευση.
Χαρακτηριστικά λέει «κοίταξε γύρω του τον κόσμο να περνά κι ο θυμός του ξαναφούντωσε, αυτοί οι άνθρωποι δεν τον κατάλαβαν ποτέ, ποτέ τους δεν τον έκαναν δικό τους», θυμίζοντας την ηρωίδα του Κούντερα στην Αθανασία, την Ανιές, που έλεγε: «Πώς να ζήσει κανείς σ’ έναν κόσμο με τον οποίο δεν συμφωνεί; Πώς να ζήσει με τους ανθρώπους όταν δεν μπορεί να οικειοποιηθεί ούτε τα βάσανα ούτε τις χαρές τους;»
Αυτού του είδους οι λογοτεχνικοί ήρωες κινούνται μεταιχμιακά, είναι ικανοί να προκαλέσουν τις πιο ακραίες καταστάσεις και να προβούν στις πιο επώδυνες θυσίες.
Πίσω στην Ελλάδα ο πατέρας του Χάρη, συνταξιούχος φιλόλογος έχει αποσυρθεί σ’ ένα ορεινό χωριό όπου ζει απομονωμένος και αποκομμένος από τις πολιτικές εξελίξεις του τόπου. Ο ερχομός της εγγονής του Ευγενίας, κόρης του Χάρη, αλλάζει τη ζωή του. Η παρουσία αυτής της έφηβης κοπέλας, κινεί μέσα του παλιές ευαισθησίες. Η ψυχική εγγύτητα που νιώθει για τη νεαρή εγγονή του, είναι το κίνητρο για να αρχίσει μία περιπέτεια αναζήτησης της χαμένης μητέρας της. Ένα οδοιπορικό από την απομόνωση και τη μοναξιά στην πράξη και στην ενεργητική συμμετοχή.
Στο λογοτεχνικό οδοιπορικό της συγγραφέα βρίσκουμε θέσεις για την οικογένεια ως θεσμό και καταλύτη ενός σκληροπυρηνικού κοινωνικού συστήματος. «Μία θηλιά» την χαρακτηρίζει ο Χάρης και είναι αυτή που θα κυριαρχήσει στη σκέψη του την ύστατη στιγμή. Θέσεις επίσης για τη συγγραφή, τη διαδικασία και τα κυκλώματα που δρουν στον καλλιτεχνικό χώρο. Για την κλειστή κοινωνία ενός χωριού που ισοπεδώνει με τη χυδαιότητα της μάζας κάθε τρυφερό και γνήσιο συναίσθημα αγάπης. Ακόμη ζητήματα σχετικά με τις επικρατούσες αξίες στην εποχή των κρίσεων. Οι πρωτοπρόσωπες αφηγηματικές παρεμβολές της Ευγενίας σαν ποιητικόμορφα ιντερμέδια ενδιάμεσα των κεφαλαίων, είναι μία τεχνική για να εστιάσει ακριβώς η συγγραφέας στις ανάγκες της εποχής και να πάρει αποστάσεις από τυχόν ηθικολογίες. Η περιορισμένη χρήση ακραίου λεξιλογίου είναι απαραίτητη γιατί έτσι εντείνεται η μετατόπιση της ηθικότητας. Γίνεται κατανοητή η ελαστικότητα των ανθρώπινων ορίων που οδηγεί στον άμεσο ξεπεσμό. Σε ιδιαίτερες συνθήκες η ανάγκη για επιβίωση είναι κυρίαρχη, ανταποκρινόμενη στα πιο πρωτόγονα ένστικτα, αψηφώντας τους λογικούς ή ηθικούς νόμους της οργανωμένης κοινωνίας.
Προσπαθώντας ν’ απαντήσω σ’ ένα από τα αρχικά ερωτήματα, δηλαδή πόση πολιτική χωρά στη λογοτεχνία, θα έλεγα ότι, τόση ώστε να μην αλλοιώνεται η ουσία της τέχνης που για μένα προσωπικά είναι να δημιουργεί ή να διευρύνει την πραγματικότητα ώστε να χωράμε ως “άλλοι”, ως διαφορετικοί, ως έτοιμοι να αποδεχθούμε, να επαναστατήσουμε, να απορήσουμε ή να διαλεχθούμε με εκείνα που έχουν καταπλακωθεί από την ορθότητα του κοινού λόγου.
Στο Σχέδιο η πολιτική δράση καταλαμβάνει το μέρος εκείνο που χρειάζεται για να ενταθεί η υπαρξιακή αγωνία. Η συγγραφέας δεν παρασύρεται από ιδεολογήματα του καιρού. Η πολιτική της τοποθέτηση απέναντι στον Ολοκληρωτισμό γίνεται χωρίς μεγαλόστομες διακηρύξεις, βαθείς στοχασμούς ή ακραίους συναισθηματισμούς. Την ενδιαφέρει πρωτίστως να μεταδοθεί η αγωνία για την υπονόμευση της αντίστασης του ανθρώπου από τους ολοκληρωτικούς μηχανισμούς απέναντι στην εκμηδένιση της αξιοπρέπειάς του. Υπό αυτήν την έννοια η συγγραφή του Σχεδίου είναι μία ενέργεια πολιτική και εγγράφεται στην παράδοση των δημιουργών εκείνων που με τα έργα τους “μίλησαν” και τοποθετήθηκαν πολιτικά.
Η γραφή της Μαλακατέ διακρίνεται από ένταση και στιβαρότητα. Τα επεισόδια σφιχτά δομημένα, χωρισμένα σε μικρά κεφάλαια ακολουθούν μία κινηματογραφική ροή. Διακρίνω ιδίως την έμπνευσή της να δημιουργήσει μία δυστοπική αναπαράσταση της πρωτεύουσας -γκέτο, όπου οι κάτοικοί της είναι πολίτες/ σκλάβοι, στοιβαγμένοι πίσω από τα συρματοπλέγματα, σύμβολα μιας ισοπεδωτικής ισότητας. Έχει μεγάλη σημασία στα μυθιστορήματα αυτού του είδους να αποδοθεί η ατμόσφαιρα στους σωστούς τόνους. Διότι κάθε περιγραφή γεωγραφικού ή ψυχολογικού τοπίου συμβάλλει στην εναργέστερη απόδοση του νοήματος στον αναγνώστη.
Θεωρώ ότι το Σχέδιο κατορθώνει να μιλήσει πολιτικά χωρίς να καταλήγει σε στείρο χρονογράφημα. Αγγίζει το πραγματικό με τον ρεαλισμό του ενδεχόμενου. Μελλοντολογεί χωρίς να καταλήγει σε χρονικό επιστημονικής φαντασίας. Η συγγραφέας σχηματίζει τους ήρωες χωρίς να συμμετέχει η ίδια κριτικά στη μοίρα τους. Στο τέλος θέτει το δίλημμα σαν μία θέση. Ότι πρέπει να σκεφτούμε πάνω σε αυτό και ότι δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις.
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου συγκεντρώνεται όλη η αγωνία των αντιθέσεων της ζωής. Αλλάζει το μοτίβο της αφήγησης. Δεν μιλά πια η συγγραφέας αλλά ο ίδιος ο Χάρης. Σ έναν μονόλογο ειρωνικής διάθεσης, αποδομεί τους εξαιρετισμούς, την εξουσία, τον θάνατο, αποδομεί τέλος τον ίδιο του τον εαυτό και τους ρόλους του. Πόσο ταιριαστό αλήθεια κεφάλαιο -επίλογος με το όμορφο εξώφυλλο που παριστάνει τη μορφή ενός ανδρείκελου να διασπάται στα συστατικά του, αρχίζοντας από τον εγκέφαλο.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.