Πρώτο καλοκαίρι στην πατρίδα, ύστερα από χρόνια. Το 1970 έφυγα για σπουδές αρχιτεκτονικής σε μια παραποτάμια πόλη της Ρηνανίας, εργάστηκα στο αρχιτεκτονικό γραφείο της οικογένειας Φέμελ, παντρεύτηκα την κόρη τού Γιόζεφ, αποκτήσαμε δυο τέκνα. Από το Πάσχα του 1987 υπηρετούσα την θητεία μου, ως ανυπότακτος εξωτερικού. Εκείνο το βράδυ, αρχές Ιουλίου ήμασταν υπηρεσία με τον κερκυραίο χημικό Α.Μ., μοναχογιό υπερηλίκου πατρός. Όταν το απόγευμα συγκεντρώθηκαν οι εξοδούχοι της ημέρας, τους παροτρύναμε να πιούνε μπύρες στο μπαρ ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ, να δροσιστούνε μια τόσο καυτή μέρα. Οι αθηναϊκές εφημερίδες, τα ραδιοφωνάκια στις τσέπες ή στα μαξιλάρια μας, οι τηλεοράσεις στο ΚΨΜ ανέφεραν τριήμερο καύσωνα· εμείς δεν καταλαβαίναμε τι είναι. Η έξοδος έληγε τα μεσάνυχτα. Όμως μια παρέα που επέστρεψε σχετικά νωρίς, μας έφερε να πιούμε μπύρες. Αμέσως μετά, γυρνώντας από άδεια, ένας Κρητικός νεοσύλλεκτος, «εκ χωρίου Βάρβαροι Ηρακλείου», με την βαριά του προφορά μάς πρόσφερε ένα μπουκάλι τσικουδιά. Την ανακατέψαμε με μπύρα, ήπιαμε πολύ.―
Ξύπνησα αργά την άλλη μέρα, ο ήλιος ψηλά, εγώ ξαπλωμένος στο απέραντο, άδειο αναρρωτήριο της μονάδας. Όλα κάτασπρα, το φως ανελέητο, η ζέστη αφόρητη. Μια φωνή από μεγάλο βάθος ―μέσα μου ή στο γραφείο των γιατρών― έλεγε «ευτυχώς», ίσως να άκουγα «δυστυχώς». Αναρωτήθηκα πώς αντέχει με τόση ζέστη ο κατάκοιτος καιρό πατέρας της μάννας μου. Προσπάθησα να θυμηθώ τι συνέβη, πώς βρέθηκα στο αναρρωτήριο ― η μνήμη μου συντρίμμια, το σώμα μου ανύπαρκτο, όλα λευκά. Με τα χέρια περασμένα στους ώμους, ο Α.Μ. κι εγώ τραγουδούσαμε «we all live in a yellow submarine» μέχρι που τα βλέπαμε όλα κίτρινα, σαν να ήμασταν μισότυφλοι· το μόνο χρώμα που διακρίναμε ήταν το κίτρινο. Ξετρυπώσαμε τα βιβλία που διαβάζαμε εκείνες τις μέρες, τα ανοίξαμε στην τύχη και διαβάσαμε μεγαλοφώνως. Heinrich Böll, Billard um halb zehn («κι άσπρος σαν το χιόνι τη σκέπασε ο θάνατος»), Μαρία η Αιγυπτία του Ζακ Λακαριέρ («Αλεξάνδρεια: Πρωτεύουσα της ηδονής. Πρωτεύουσα των πόθων. Των εκτροπών. Όλοι οι έρωτες κυκλοφορούσαν εκεί»), Νηφάλιος μέθη ενός περουβιανού αγιορείτη («Υποδειγματικά, όσον αφορά εσάς, και συμβουλευτικά, όσον αφορά εμένα, θα ’θελα να μιλήσω με το πνεύμα τού Πατέρα της Εκκλησίας ο οποίος έλεγε: ‘‘Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις’’. Ναι, πρώτα ας αγαπάμε. Ας μας μεθύσει η αγάπη»). Γδυθήκαμε και διπλωθήκαμε όσο μπορούσαμε, να μπούμε κάτω απ’ τις βρύσες των νιπτήρων του ισογείου, να συνέλθουμε. Αλαλαγμοί παντού. Μπερδέψαμε τα άρβυλα των εξοδούχων μετακινώντας τα όχι μόνο μεταξύ θαλάμων αλλά και μεταξύ ισογείου και πρώτου ορόφου. Αλαλαγμοί παντού. Άνοιξα την μεγαφωνική εγκατάσταση και σφύριξα πολλές φορές την ανήκουστη μελωδία στο τέλος του τραγουδιού «Decades»…
Το απόγευμα έφυγα από το αναρρωτήριο, παραπατώντας, υποβασταζόμενος απ’ τον Α.Μ. Δεν άντεχα άλλο το τόσο λευκό, να μη μπορώ να ανασάνω, τόση μοναξιά. Τους βρήκα να έχουν βγάλει τα κρεββάτια έξω, να τα πετρελαιώνουν. Με κοιτούσαν με συγκατάβαση, θαυμάζοντας ότι συνήλθα, χαμογελώντας. Σε λίγες μέρες πήρα άδεια, πήγα στην οικογένειά μου που ξεκαλοκαίριαζε στο χωριό. Εκείνος ήταν ο πρώτος καύσωνας της ζωής μου. Τον θυμάμαι, όχι μόνο για το απεγνωσμένο μεθύσι του στρατού, αλλά και επειδή πέθανε ο κατάκοιτος παππούς μου, γεννηθείς το 1895.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.