frear

Το Ερκοντίσιον – της Έλσας Κυριακίδου

Ο πατέρας μου δεν αντέχε τα κλιματιστικά. Έλεγε πως τον ενοχλούσαν στον λαιμό και του προκαλούσαν έναν πόνο στην πλάτη που, όπως άλλωστε και κάθε πόνος, του δημιουργούσε μια αίσθηση επικείμενου θανάτου.

Έτσι, κάπου στα τέλη του ’90, φοιτητής ακόμη -και αφού όσο και αν τον παρακαλούσα δεν έβλεπα χαΐρι- μάζεψα τις λιγοστές οικονομίες μου από δώρα θειάδων και αγόρασα ένα φθηνό, ερκοντίσιον τα λέγαμε τότε, για το δωμάτιο μου.

Δεκατρία καλοκαίρια μετά το κλιματιστικό λειτουργούσε ακόμη και εκείνος ήταν πια χήρος και κατάκοιτος. Περίμενε, ελλείψει επιλογών, το τέλος καθαρός, χλωμός, σιωπηλός και αδύναμος.
Αβάσταχτος εκείνος ο Ιούλιος. Χωρίς υπερβολή, σου λέω πως ήταν ο πιο ζεστός από καταβολής κόσμου! Έβρισκα ανακούφιση μόνο στη “δροσερή σπήλια μου”, νανουρισμένος από τον ήχο του παλιού μηχανήματος και τις κοφτές ανάσες του πατέρα μου στο διπλανό δωμάτιο.

Κάπου στα μέσα του μήνα ο κυρ Δήμος, που κάποτε συνωμοτικά με τη μάνα μου φωνάζαμε “κυρ Δήμιο”, είχε βαρύνει σημαντικά. Μας χρειαζόταν μια κοπέλα. Περισσότερο για συντροφιά τις ώρες που ήμουν στη δουλειά.

Η Βάνα ήταν η πρώτη που απάντησε στην αγγελία. Μιας και ήμουν ο μόνος γνωμοδότης, την προσέλαβα αμέσως με ένα εκατοπενηντάρι βδομαδιάτικο, χώρια φαΐ και διαμονή.

Μέσα σε λίγες μέρες απέκτησα με την κοπέλα μια σχέση, όχι τόσο οικειότητας, όσο αμοιβαίας διακριτικότητας και χλιαρής συμπάθειας.
Άλλωστε οι διάλογοι μας ήταν περιορισμένοι:

– Έφαγε ο μπαμπάς;
– Ναι κύριε Γκιόργκο.
– Ο μπαμπάς αύριο θα χρειαστεί ξύρισμα.
– Ναι κύριε Γκιόργκο.

Φέρνω στο νου μου, σαν να’ναι τώρα, εκείνη την Παρασκευή του Αυγούστου. Γύρισα από το γραφείο μούσκεμα στον ιδρώτα. Ο νοτιάς εκείνης της ημέρας έκανε την κατάσταση αφόρητη. Η Βάνα καθόταν καμπουριασμένη μπροστά στο κρεβάτι του πατέρα, προσπαθώντας να τον ανακουφίσει με μια αυτοσχέδια χαρτονένια βεντάλια και σκουπίζοντας του τακτικά τον ιδρώτα με ένα λευκό πανάκι.
Ποσό μου θύμισε τη μάνα μου και μαζί την ανοχή της στο ξύλο των παιδικών μου χρόνων και τις αβάσταχτες τιμωρίες.

Πήγα στο ψυγείο και έβγαλα δυο παγωμένες μπύρες. Γύρισα στο δωμάτιο και της έκανα νόημα να έρθει στο σαλόνι.

Η κοπέλα στην αρχή σάστισε. Τι έκρυβε αυτή η απρόσμενη προσφορά κρύας μπύρας εκείνη την καλοκαιρινή νύχτα;

Λίγο μετά χαλάρωσε.
Ήπιαμε, γελάσαμε, ακούσαμε μουσική και η αυτοσχέδια βεγγέρα μας κατέληξε σε μια άνευρη και αμήχανη συνουσία. Μια επαφή που δε διέκοπτε κάνενας ήχος πάθους, παρά μόνο κάποια χλιαρά “Ναι κύριε Γκιόργκο”.

Το ίδιο βράδυ πέθανε και ο πατέρας.

Λόγω της αργίας του δεκαπενταύγουστου, η κηδεία έγινε την Τρίτη. Ο τυχεράκιας… Πέρασε τις τέσσερις πιο ζεστές μέρες του καλοκαιριού στη δροσιά του ψυγείου.


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: