frear

Το διαμάντι του Μαχμούτ Ραμαζάν – της Όλγας Κοζάκου Τσιάρα

Έβραζε ο τόπος στην Παλιά Λεμεσό.
Εμείς, πεσμένες μπρούμυτα, χώναμε τα χέρια μας βαθιά μέσα στην καυτή άμμο, μέχρι να βρούμε θαλασσινό νερό.
Το ανακατεύαμε, το ψάχναμε με αγωνία, δεν βρίσκαμε τίποτα και πηγαίναμε παραδίπλα, όπου αρχιζαμε και πάλι να σκάβουμε με πάθος.
Ο ήλιος βούταγε στη θάλασσα, το ίδιο θέλαμε να κάνουμε κι εμείς αφού σκάγαμε από τη ζέστη, όμως η γιαγιά μας επέμενε.

“Ψάχτε, Ψάχτε ακόμα, Θα το βρείτε το διαμάντι… “

Ήτανε, μας έλεγε, το τεράστιο διαμάντι του αλλήθωρου βασιλιά της Αραβίας Μαχμούτ Ραμαζάν, που το έχασε στη θάλασσα πριν διακόσια χρόνια.
Είχε έρθει ολοζώντανος το προηγούμενο βράδυ στον ύπνο της φορώντας μια χρυσή κελεμπία και της είπε μυστικά στο αφτί πως αν ψάχναμε θα το βρίσκαμε. Σ’ εκείνο το μέρος, εκείνη την ώρα, αν το πιστεύαμε πραγματικά, θα γινόταν δικό μας και θα ήταν μεγάλο σαν αυγό και λαμπερό σαν ήλιος.
Δεν το βρήκαμε!
Η γιαγιά φαινόταν σκασμένη, σκούπιζε με την παλάμη το ιδρωμένο μουστάκι και έλεγε συνέχεια πως κάποια από εμάς δεν πίστεψε, γι’ αυτό δεν φανερώθηκε. Ήξερα πως εγώ ήμουν αυτή που δεν πίστεψε, το έκρυψα όμως μέσα μου βαθιά και λούφαξα. Μου είχε καρφωθεί ή ιδέα πως η γιαγιά μας παραμύθιαζε για να καθόμαστε ήσυχες, να μη τσαλαβουτάμε και να διώχνουμε τα ψάρια που ο πατέρας μας ψάρευε με καλάμι λίγο πιο πέρα. Ήταν τυχερός εκείνο το σούρουπο, έπιασε οχτώ μεγάλες μουρμούρες, όμως εγώ καθόλου δεν χάρηκα. Άρχισα να έχω αμφιβολίες, να βασανίζομαι.
Κουβάλησα αμίλητη την αγωνία και την ενοχή μου ως το κρεβάτι, όπου έμεινα άγρυπνη όλη τη νύχτα, ίδρωνα και ξίδρωνα και στο τέλος κατουρήθηκα πάνω μου έξι χρονών γαϊδούρα.
Γιατί να μην το πιστέψω;
Γιατί να χάσουμε το διαμάντι;
Κι αν η γιαγιά μου είχε δίκιο;
Η γιαγιά μου η Πολυξένη!
Η αγαπημένη μου παραμυθιού από το Κολόσσι της Λεμεσού. Ορφάνεψε μικρή και η μάνα της η Τταλλουρού, με τρία παιδιά κατέβηκε στη Λεμεσό, όπου θεράπευε με βότανα και ματζούνια.
Κατηγορήθηκε μάλιστα, όπως μας έλεγε γελώντας ο πατέρας μου, για μαγγανεία, αλλά αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών.
Η γιαγιά μου η Πολυξένη, που τέλειωσε μόνο το δημοτικό κι ύστερα έγινε η καλύτερη μοδίστρα της Λεμεσού ράβοντας στολές του καρναβαλιού, με δικά της πολύχρωμα, φανταχτερά σχέδια.
Είχε το πιο κοφτερό μυαλό και την πιο τρελή φαντασία από όλους όσους γνώριζα στα παιδικά μου χρόνια…
Μας έλεγε μόνο δικά της παραμύθια, γεμάτα χρώματα, αρώματα, μάγους, κολομπίνες, πιερότους, πηγάδια που μιλούσαν,
πλουμιστές σπηλιές, φτερωτές γοργόνες, κουτσούς πρίγκιπες και αλλήθωρους βασιλιάδες της Αραβίας…
Δεν της ομολόγησα ποτέ εκείνη τη μοιραία δυσπιστία μου.

Όμως, ακόμα και σήμερα , όταν καίει ο τόπος και βρίσκομαι δίπλα στη θάλασσα στο ηλιοβασίλεμα , σκάβω στην άμμο και θέλω να πιστέψω πως θα το βρω το διαμάντι του Μαχμούτ Ραμαζάν.


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη