Τα πέλματά μου βαδίζουν στην καυτή άμμο. Πόσο περίμενα να με τυλίξεις, ζέστη, φλόγινο πέπλο με πορφυρή ζωστήρα, θέρμη, ανάσα και φιλί του λίβα, τόσο που υπέφερα ως να σας ιδώ να στροβιλίζετε άνθη και σπαρτά στου καύσωνα τη δύσκολη ανάσα, να τα κάνετε να υπάρχουν μέσα στον πύρινο χορό σας και να φλέγονται μα να μην καίγονται από έρωτα βουβό. Πονάει ο ιδρώτας στα μηλίγγια, κυλά σταγόνα τη σταγόνα, φτιάχνει αιμάτινες ραβδώσεις, χαράζει σκεύη κεραμέως με εύθραυστα αισθήματα και όνειρα τυφλά, χωλά, λειψά, ρυτιδιασμένα, πήλινα θραύσματα, ανάκατα ριγμένα σαν σε πανάρχαιο αποθέτη. Σκύβω απαλά να μαζέψω έναν μοναδικό, πολύτιμο κόκκο από την ολοπόρφυρη άμμο, πυρακτωμένο από τον ήλιο και τον λίβα. Μέσα στην παλάμη μου τρυφερά του ψιθυρίζω, του υπόσχομαι πως στη μνήμη μου θα τον κρατήσω, ολοζώντανο, πυρωμένο, να φλέγεται από τον σιωπηλό του έρωτα, καρτερικά θα περιμένω ως να γίνει, μες στα δυο μου τα χέρια, διάφανος, γυάλινος, μαργαριτάρι, του μέλλοντος αιώνος φυλακτό.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.