«Ο καύσωνας θα συνεχιστεί και τις επόμενες μέρες, η θερμοκρασία θα ξεπεράσει τους 40 βαθμούς Κελσίου, οι ηλικιωμένοι και οι ευπαθείς ομάδες να αποφεύγουν…»
Έκλεισε την τηλεόραση. Δεν άντεχε να ακούει εκείνον τον φλύαρο που έλεγε τον καιρό. Της έκανε το μυαλό κουρκούτι. Ήταν φορές που την έπαιρνε ο ύπνος, μη σου πω έβλεπε κι όνειρο, κι εκεί που άνοιγε τα μάτια της ο φλύαρος, πάλι εκεί, καθώς τέλειωνε με την πρόβλεψη.
Σηκώθηκε με βήματα μετέωρα, φόρεσε τις παντόφλες της, άνοιξε το κομοδίνο, πήρε το μεταλλικό κουτί, ήταν ένα κουτί δώρο του αντρός της για να βάζει τα μπιχλιμπίδια της. Μα αυτή προτίμησε, κάθε φορά που ένα ρούχο δεν χρησίμευε, πια, να μαζεύει τα κουμπιά εκεί. Έτσι χρόνο το χρόνο γέμισε με, λογιών λογιών, άχρηστα κουμπιά.
Βγήκε στο στενό μπαλκόνι, άφησε το κουτί στο τραπεζάκι, κάθισε στην πλαστική καρέκλα. Πήρε τη βεντάλια και το γέρικο χέρι της κουνήθηκε, αργά, δεξιά, αριστερά.
Κάτω, το μωσαικό είχε θαμπώσει από την πολυκαιρία και τη ζέστη. Έκανε μια προσπάθεια, σηκώθηκε, άνοιξε τη βρύση, γέμισε ο κουβάς, υπερχείλισε το νερό, έβγαλε τα πόδια από τις παντόφλες της κι αρχίνησε να τα κουνάει, τα πατούμενα έγιναν βαρκούλες κι έφυγαν από κοντά της. Την πήρε μια δροσιά!
«Όχι τα πόδια σε κρύο νερό, θα πονέσουν τα μητρικά σου», της έλεγε η μάνα της σαν ήταν κορίτσι, στον καιρό της παντρειάς. Μα εκείνης πάντα της άρεσε να πλατσουρίζει στα νερά, ήταν μια συνήθεια που μείωσε αισθητά με τα χρόνια αλλά ποτέ δεν ξεπέρασε.
Κοίταξε κάτω, να, οι πετρούλες, εξ ων συντέθηκε το μωσαικό, πενήντα χρόνια πριν, ζωντάνεψαν. Πήραν χρώμα, γκρι, κεραμιδί, λευκό, μαύρο. Λες και ήταν χτες η μέρα που έλεγε του μάστορα να τις απλώσει πιο συμμετρικά κι όχι τόσο ανάκατα.
Θυμόταν και κουνούσε τα πόδια της. Αργά, με δυσκολία και πόνο στις αρθρώσεις, αλλά πού λεφτά για μπάνια πια. Στα λουτρά του Λαγκαδά είχε πάει πριν πέντε χρόνια, και θα ήταν η τελευταία φορά κατά πως φαίνεται.
Γνωστά πράγματα, η σύνταξη δεν έφτανε πια για πολυτέλειες. Και πέντε ευρώ να περίσσευαν υπήρχαν χέρια απλωμένα από παντού.
Με το χέρι το «καλό» σήκωσε μια τούφα που είχε κολλήσει στο υγρό μέτωπό της.
Στο απέναντι μπαλκόνι ένα αγόρι κι ένα κορίτσι γελούσαν, αγγίζονταν, κάτι έβλεπαν στα κινητά τους και πάλι γέλια και πάλι χάδια.
Κι ενώ τα πόδια δεν έλεγαν να αποχωριστούν το υγρό δάπεδο, πήρε το κουτί με τα κουμπιά το άνοιξε με δυσκολία, τα χέρια της ήταν ξερά μα ανήμπορα να συγχρονιστούν στην κίνηση.
Έψαξε και βρήκε ένα κουμπί λευκό. Ήταν από το πουκάμισό του. Τότε που τα χέρια της με προσμονή το ξεκούμπωναν και εκείνος, παλικάρι όμορφο, την αγκάλιαζε. Η μυρουδιά του ιδρώτα του πέρασε φευγαλέα από τα ρουθούνια της
Ουφ, τι τα θυμάται τώρα αυτά, γριά γυναίκα.
Έψαξε ανάμεσα στα κουμπιά σαν να ήθελε να τραβήξει έναν λαχνό.
Να, αυτό είναι ένα κουμπί από την σχολική ποδιά της κόρης της. Έκλαιγε ασταμάτητα τις πρώτες μέρες στο σχολείο, εκείνη με βαριά καρδιά την άφηνε κι έτρεχε να προλάβει το λεωφορείο για το καπνομάγαζο.
Αυτό το μεγάλο μαύρο κουμπί είναι από τη στολή του γιου της. Άλλα δάκρυα εκεί, άλλοι αποχαιρετισμοί.
Πώς σκόρπισαν παιδιά κι εγγόνια; Την πήρε το παράπονο, θόλωσε η ματιά της, τώρα δεν καθάριζε καλά στο απέναντι μπαλκόνι, όλα έγιναν θολά, θολές και οι πετρούλες κάτω.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, έκανε να σηκωθεί, κάποιο από τα παιδιά θα είναι, πρόλαβε να σκεφτεί και γλύκανε η σκέψη της. Και δρόσισε ο νους της.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.