Ο φονικός καύσωνας του ’87 με βρήκε στη Σύμη παρέα με μία εγγλέζα. Είχαμε γνωριστεί πριν από κάνα δυο μέρες στη Νίσυρο σε ένα άδειο λεωφορείο πηγαίνοντας για το ηφαίστειο. Ταιριάξανε οι δρόμοι μας και φύγαμε για Σύμη.
Μόλις βγήκαμε στο νησί, πήγαμε για πιο δροσιά στον Πανορμίτη. Μάθαμε ότι το μοναστήρι φιλοξενούσε κόσμο κι είπαμε να μείνουμε. Το κελί ήταν πραγματικό κελί, ένα πορτάκι μόνο. Καθαρό μέσα δεν τό ’λεγες. Πέσαμε για ύπνο, η εγγλέζα ξερή. Aφόρητη ζέστη. Άνοιξα. Κουνούπια και αποφορά απ’ έξω ανθρώπου που βαριόταν, όσο έμεινε, να πάει παραπέρα προς νερού του. Ρήμαξα έναν βασιλικό, τον έτριβα, περίμενα να ξημερώσει.
Το πρωί στη Σύμη βρήκαμε δωμάτιο ψηλοτάβανο, δίπατο σπίτι αρχοντικό αλλά η ζέστη ίδια και χειρότερη. Τα σπίτια στη Σύμη είναι χτισμένα αμφιθεατρικά, πύρωνε η πέτρα ολημερίς, καμίνι σκέτο.
Μία νύχτα αντέξαμε κι εκεί και φύγαμε για Τήλο. Νοικιάσαμε δωμάτιο σ’ ένα σπιτάκι πλάι στο κύμα. Έβραζε ο τόπος. Τα κλιματιστικά ήταν άγνωστα εκείνη την εποχή, εξ ακοής μονάχα. Οι ανεμιστήρες στην Αθήνα ήταν σε χρήση μόνο. Η εγγλέζα σε κώμα, κοιμόταν μέρα νύχτα λουσμένη στον ιδρώτα. Εγώ είχα παλαβώσει από τη ζέστη, μάτι δεν έκλεινα. Για τη μέρα με έσωσε μια πατέντα. Έβρεχα κάθε τρεις και λίγο ένα φανελάκι και το βαζα κάτω απ’ το καπέλο. Προ πάντων υπέφερα στην ουρά στο μοναδικό τηλεφωνείο, κόσμος και λαός. Περίμεναν να μιλήσουν με τους δικούς τους, τα θύματα του καύσωνα ήταν πολλά σ’ όλη τη χώρα. Αλλά και που περίμενα; Τήλο έλεγα εγώ, Τήνο άκουγε ο πατέρας μου, Μήλο, έβγαλε συμπέρασμα πως ήμουνα στη Δήλο!
Ένα βράδυ κατά τις έντεκα έπεσα να δροσιστώ στη θάλασσα μπροστά στο σπίτι. Μία ιταλίδα, που έμενε στο πλαϊνό δωμάτιο, πέταξε ένα τσέτζελο που φόραγε κι έπεσε κι εκείνη στο νερό τσιτσίδι. Είπα μπράβο της, μέσα στα σπίτια, αναστολές μηδέν! Δεν πρόλαβε να κάνει δυο απλωτές, άρχισε άναρθρες κραυγές και τις φωνές «αγιούτο!» και «αγιούτο!» Νομίσαμε πνιγότανε κι έπεσαν μέσα δύο φαντάροι να την βγάλουν.
Το νησί είχε μονάδα, λίγοι άντρες. Φορούσαν στολή παραλλαγής, λαδί πράσινο χρώμα. Πού τους έχανες πού τους έβρισκες σε ένα ταβερνάκι παραδίπλα. Πρώτα – πρώτα ο δόκιμος, μια ανάσα από τη φοιτητική ζωή, τί να σου κάνει. Ήταν κι ένας δεκαεννιάχρονος από την Καλαμάτα, μόλις είχε τελειώσει το σχολείο, τεχνικό, του μίλαγες κοκκίνιζε, συνεσταλμένο παλικάρι. Οι δυο τους έπεσαν μέσα και την έβγαλαν. Την φέρανε στην τσιμεντένια αυλή, φώναζε στα ιταλικά, σπαρτάραγε σαν ψάρι, χοροπήδαγε, τα είχανε χάσει κι απ’ τη γύμνια της, δεν ξέρανε πώς να την κάνουνε καλά. Απ’ τις χειρονομίες της πήρανε τελικά καρακαντάνι. Ένα τεράστιο χταπόδι είχε βεντουζάρει στον γυμνό της πισινό με τα πλοκάμια του και την απομυζούσε.
Η ιταλίδα, όσον καιρό ήταν στα νησιά, κολύμπαγε κι έκανε ηλιοθεραπεία «τόπλες». Είχε γίνει μελανούρι, αλλά έμεινε το επίμαχο σημείο κάτασπρο και για όποιον ξέρει από χταπόδια, τα ξεθαλαμώνεις μ’ άσπρο πανί, άσπρη σακούλα, αλεύρι, ό,τι να ’ναι.
Ο δόκιμος εμπροσθοφυλακή! Την σφιχταγκάλιασε στο στήθος του να την ακινητοποιήσει, της μίλαγε να την καλμάρει κάτι αγγλικά της πλάκας. Το φανταράκι οπισθοφυλακή: τραβούσε τα πλοκάμια ένα-ένα, πού να ξεκολλήσουν. Κι άμα τα κατάφερνε, διπλώνανε στα χέρια του, έφτυσε ο δόλιος αίμα, τη λευτέρωσε. Την ιταλίδα όμως, ο δόκιμος την έφαγε.
Το χταπόδι ο μικρός το χτύπησε εκατό φορές με φόρα στο τσιμέντο, με άχτι, και τις μέτραγε, το γούλισε στα βράχια τό ’σπασε, μαλάκωσε, κι ύστερα, δώδεκα θα ’χε πάει η ώρα, μία, το άπλωσε στο σύρμα της μπουγάδας. Το άλλο μεσημέρι ήταν κατάστεγνο, κουδούνι το είχε κάνει ο λίβας, σα να ’τανε στον ήλιο μια βδομάδα. Βρήκε κάρβουνα, τα άναψε κόντρα στον καύσωνα, τό ’ψησε κάτω απ’το αρμυρίκι.
Χτύπησα στην ιταλίδα, ξαναχτύπησα. Έλειπε κι ο δόκιμος. Βρήκε ένα μηχανάκι μάθαμε, την πήρε στην πάνω μεριά στον Άγιο Αντώνιο, στην Πλάκα, που ήταν βοριάς κι είχε δροσιά. Φάγαμε το χταπόδι με κάτι ιταλούς, φτιάξανε γκρικ σάλαντ, είχε ξυπνήσει και η εγγλέζα, σε κώμα δυο μερόνυχτα, άφαγη, έτρωγε κι έκανε όλο «όου!»κι «όου!» δεν έπαιρνε τα μάτια από τον ψήστη. Ο μικρός ξεθάρρεψε από το θαυμασμό, μετά από καμιά ώρα βρήκε κι εκείνος μηχανάκι. Η μονάδα αποδεκατίστηκε προσώρας.
Μετά από χρόνια είδα τον φαντάρο σερβιτόρο στη Δωδώνη, στην παραλία της Καλαμάτας. Με αναγνώρισε κι αυτός. Είχα ξεχάσει το όνομα. Γιώργος μού είπε, κοκκίνισε από φυσικού. Όταν του θύμισα και το χταπόδι, άναψε όλος, φωτιά τα μάγουλά του ως το ριζάφτι, λες κι έβλεπα τα κάρβουνα στην ακροθαλασσιά σε κείνον τον καύσωνα του ΄87 στην Τήλο.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία από την Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού (1971). Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.