Νοίκιαζε δωμάτιο στην πόλη μας κάθε Ιούλιο. Αντί όμως να κατηφορίζει προς τη θάλασσα για να γλιτώσει από το ζεστό αέρα και την ξερή σκόνη, εκείνη κάθε απόγευμα πήγαινε στην μικρή πλατεία με το σιντριβάνι και τα ξεχασμένα δέντρα. Καθόταν στο παγκάκι που της εξασφάλιζε λίγη σκιά και άφηνε δίπλα της την παραγεμισμένη πάνινη τσάντα και την αλυσίδα με το παλιό λουρί ενός σκύλου που δεν είδαμε ποτέ.
Ήταν ψηλή, αδύνατη, καλοντυμένη. Τα γκρίζα μαλλιά της σφιχτοπλεγμένα σ’ έναν κότσο χαμηλά στο λαιμό της. Δεν την είδαμε ποτέ να ιδρώνει, να κρατάει βεντάλια ή να δροσίζεται με παγωμένα νερά κι αναψυκτικά. Καθόταν στο παγκάκι με σκυμμένο το κεφάλι. Κάθε φορά που κάποιος την κοίταζε με περιέργεια, σήκωνε απότομα το κεφάλι και η πίκρα που χυνόταν από τα μάτια της ανάγκαζε τον περαστικό να απομακρυνθεί βιαστικά. Εμείς τα αγόρια κάναμε κύκλους με τα ποδήλατα γύρω από το σιντριβάνι. Δεν σηκώναμε το βλέμμα ούτε πλησιάζαμε το παγκάκι της. Ιδρώναμε αμίλητοι. Σκουπίζαμε τις παλάμες μας στα κοντά παντελόνια μας. Τα σκυλιά της πλατείας άραζαν στις καυτές πλάκες με τα αποχαυνωμένα μάτια τους μισόκλειστα. Την κρυφοκοίταζαν.
Όταν βράδιαζε, ζωντάνευε ξαφνικά το σιντριβάνι. Το νερό ξεχυνόταν με δύναμη, έκανε ένα μεγάλο τόξο κι έπεφτε με δύναμη στη μαρμάρινη γούρνα. Κίτρινα και γαλάζια φώτα ακολουθούσαν την κίνησή του. Ο ήχος του νερού που πεταγόταν ψηλά, γέμιζε βουή την πλατεία.
Εκείνη τότε σηκωνόταν αργά, έστρωνε το ζαρωμένο ρούχο της και πλησίαζε όσο πιο κοντά μπορούσε στο σιντριβάνι. Άνοιγε τα χέρια κι άρχιζε έναν χαμηλόφωνο μονόλογο. Στην αρχή τα λόγια της βούλιαζαν στο νερό. Κάποια σκόρπια φωνήεντα έφταναν στ’ αυτιά μας. Σιγά σιγά η φωνή της δυνάμωνε, έσφιγγε τις γροθιές και ο κότσος της σκορπιζόταν στην πλάτη της. Εμείς αφήναμε τα ποδήλατα και γονατίζαμε πίσω της. Τα σκυλιά έβγαιναν από το λήθαργό τους, την κύκλωναν και γρύλλιζαν υπόκωφα.
«Σε φαρμάκωσε με τα λόγια της, σε ζάλισε με τα παινέματά της. Ο επιστήμονας. Η θεατρίνα. Το ρεζιλίκι. Τι θα πει ο κόσμος; Τα σκυλιά που περιμαζεύει. Δεν κάνει για σπίτι. Κοίταξες ψηλά, με προσπέρασες. Έρχομαι μόνη εδώ που σε γνώρισα. Ο πόνος μου, η μοναξιά μου δεν σε αφορούν. Πίστεψες τη σιχαμερή της γλώσσα.»
Η φωνή της ψήλωνε, οι φλέβες στο λαιμό της τρελαίνονταν. Η πλάτη της στητή, τα μάτια της παγιδευμένα σε κάτι που μόνο αυτή έβλεπε. Όταν ο σπαραγμός της μεγάλωνε, άπλωνα δειλά το χέρι κι ακουμπούσα το στρίφωμα του φουστανιού της. Οι ώμοι της έπεφταν, οι λυγμοί κρύβονταν στο λαιμό της και με μικρά βήματα γύριζε και καθόταν στο παγκάκι. Έπλεκε με προσοχή τον κότσο και τον στερέωνε στη βάση του λαιμού της. Έβγαζε από την πάνινη τσάντα πλαστικά κεσεδάκια, κουτιά από παγωτό, πήλινα δοχεία από γιαούρτι και τα άπλωνε γύρω από το παγκάκι. Άρχιζε από τα μικρότερα και τελείωνε με τα μεγαλύτερα σχηματίζοντας έναν τέλειο κύκλο. Μου πετούσε ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι και κάρφωνε τα μάτια της στο σιντριβάνι. Όσο αυτή συγύριζε τα κεσεδάκια, εγώ τα γέμιζα νερό από την μαρμάρινη γούρνα. Όταν πετύχαινε τον τέλειο κύκλο, άρπαζε την τσάντα και σέρνοντας το άδειο λουρί του σκύλου με ρωτούσε: «Γέμισες τα κεσεδάκια;» Εγώ σκούπιζα με το μανίκι της μπλούζας τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου και κουνούσα πάνω κάτω το κεφάλι. Ζέστη. «Γέμισες τα κεσεδάκια;» Ιούλιος. «Γέμισες τα κεσεδάκια;» Τα σκυλιά της πλατείας έχωναν τη μουσούδα τους στα κεσεδάκια. Δροσίζονταν. Κουνούσαν νωθρά την ουρά τους.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.








