frear

Περιστερώνας – του Βασίλη Μόσχου

Βγήκε απ’ την πολυκατοικία και του κόπηκε η ανάσα. Η πόλη έρημη, τα μαγαζιά άδεια. Τυφλώθηκε απ’ το φως, κατέβασε τα γυαλιά ηλίου. Η άσφαλτος άχνιζε απ’ την πόλωση όπως στις ταινίες και δεν πίστευε στα μάτια του. Πού ήρθα να μείνω γαμώ το κέρατό μου;

Έψαξε την πινακίδα στην γωνία μα δεν έβγαζε τι έγραφε, αντηλιά απ’ τα γύρω κτίρια. Βρήκε το φαρμακείο, μια τριαντάρα καθόταν πίσω από τον πάγκο, ένα ανεμιστηράκι της φυσούσε τα μαλλιά. Βρήκε πως είχε υπέροχα δάχτυλα∙ κρίμα που δεν μπορούσε να δει και των ποδιών της. Ζήτησε βόρακα κι εκείνη απόρησε. Πάτησε κάτι πλήκτρα, πήρε τον κύριο Νίκο, απόρησε κι εκείνος, έκλεισε το τηλέφωνο και του ‘πε πως αν δεν βρει σε σουπερμάρκετ μόνο με παραγγελία στο ίντερνετ. Που να ‘ξεραν ότι ήδη έφαγε άκυρο απ’ αυτά χθες, την πρώτη του μέρα εκεί.

Για να επιστρέψει αγνόησε το GPS, έπρεπε να μάθει τα κατατόπια. Ξαναπήγε σουπερ για εφόδια, έφτασε σπίτι κάθιδρος, χτύπησε ένα φραπέ και κάθισε κάτω απ’ το κλιματιστικό να συνέλθει λίγο.

Κλώτσησε το παντζούρι για να τα τρομάξει. Εκείνα πέταξαν μακριά. Θα σας φτιάξω εγώ μαλακισμένα, είπε. Έβαλε μια πετσέτα για μάσκα, φόρεσε γάντια και γυαλιά και πήρε να φτυαρίζει τις κουτσουλιές με το φαράσι. Οι σακούλες γέμισαν με το μισό μπαλκόνι, έριξε μια παναγία στα πουλιά και το αρχίδι τον μεσίτη που δεν του άνοιγε πίσω και κατέβηκε να πάρει κι άλλες.

Στο άλλο μισό ήταν και τα αυγά. Τα περιεργάστηκε, πέτρες κανονικές. Τα ‘ριξε κάτω στην πρασιά και ίσα που έσπαζαν. Πήγε να σύρει άλλο ένα με το φαράσι, εκείνο ράγισε και ξεχύθηκαν κοκκινωπά ζουμιά. Σκάλωσε.

Το πείραξε κι άλλο, φάνηκε και το νεκρό αγέννητο. Γνώριμη εικόνα από τα μέρη του, αλλά τώρα ένιωσε κάπως. Τα περιστέρια τριγύρω έβγαλαν κάτι γουργουρητά. Κούνησε τα χέρια και τα ‘διωξε ακόμα παραπέρα.

Πέταξε το θύμα του στην σακούλα και συνέχισε το καθάρισμα. Στην άλλη άκρη βρήκε και την φωλιά∙ με το μάτι δεν ξεχώριζε εύκολα. Είχε περάσει η ώρα κι ο ήλιος έλουζε το μπαλκόνι. Του ‘ρθε σκοτοδίνη. Κρατήθηκε από το κάγκελο, μπήκε μέσα, ξάπλωσε στο πάτωμα και τα σανίδια δρόσισαν την πλάτη του. Σύρθηκε ως το στρώμα να ξεκουραστεί λίγο και χάζευε το δωμάτιο. Έφτιαχνε εικόνες πως θα δείχνει με τα έπιπλα, που θα μπει το γραφείο, αν θ’ αφήσει τα βιβλία στο πάτωμα ή θα πάρει βιβλιοθήκη, τι αφίσες θα κρεμάσει στους τοίχους.

Νύχτωνε. Πιέστηκε να ξεμπερδεύει όσο έφεγγε, μην είχε και την άλλη μέρα τα ίδια. Έχυσε δυο-τρεις κουβάδες καυτό νερό με χλωρίνη κι έτριψε το μωσαϊκό με την σκούπα, άλλοι δυο με ειδικό φάρμακο για τα κάγκελα και τέλειωσε πάνω που άναψαν τα φώτα στους δρόμους. Έτσουζε, είχε καεί στην πλάτη και τα μπράτσα. Γαμώ το κέρατό μου. Πού ήρθα να μείνω;

Πλύθηκε, εξαφάνισε το delivery με δυο μπουκιές, πήρε μια μπύρα απ’ το ψυγείο και ξάπλωσε στον καναπέ, στο μοναδικό έπιπλο του σπιτιού. Έβαλε τέρμα το κλιματιστικό κι άνοιξε το facebook∙ όσοι ήξερε απ’ το χωριό ήταν διακοπές στα νησιά ή σε γάμους φίλων τους. Τρομερό πόσες συμμαθήτριές τους έμειναν έγκυες μες στη χρονιά.

Ξύπνησε απ’ το κρύο. Έκλεισε τον κλιματισμό, είδε την ώρα, εννιά το πρωί. Σηκώθηκε με προσπάθεια, ήταν πιασμένος παντού. Έφτιαχνε πρωινό όταν άκουσε γουργουρίσματα, έτρεξε, βάρεσε την μπαλκονόπορτα και δυο περιστέρια φτερούγισαν. Βγήκε έξω, η μετάβαση απ’ το κρύο στην ζέστη του ‘κοψε πάλι την φόρα. Ευτυχώς άραζαν απέναντι. Το διαμέρισμα έμοιαζε ακατοίκητο, το μπαλκόνι ακόμα πιο βρώμικο απ’ το δικό του, που τώρα λαμποκοπούσε.

Πρόσεξε κάτι να σαλεύει ανάμεσα στις βρωμιές. Ένα κεφαλάκι ξεπρόβαλλε, έστριβε αριστερά-δεξιά σαν περισκόπιο και τσιρτσίριζε αγχωμένο. Πιο ‘κει είδε και τα σπασμένα τσόφλια. Θα γεννήθηκε τη νύχτα, σκέφτηκε.

Έτρεξε πίσω στην κουζίνα και πήρε μια φέτα τοστ. Την έκοψε κομματάκια και τα πέταξε. Ο νεοσσός αρχικά τρόμαξε, μετά πλησίασε διστακτικά κι άρχισε να τα τσιμπολογάει.


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη