Ο πυρωμένος ιδρώτας τρέχει στο πρόσωπό της, ένα πρόσωπο καθαρό με αδρές γραμμές, μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια και περίτεχνες γωνίες. Παρά την αφόρητη ζέστη συντονίζω το βήμα μου στο δικό της και την ακολουθώ μέχρι που σταματά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Βγάζει από την τσάντα της τα κλειδιά και ανοίγει την εξωτερική πόρτα. Σχεδόν απαρατήρητος τρυπώνω μέσα μαζί της και ακολουθώντας το ασανσέρ ανεβαίνω τρέχοντας τα σκαλοπάτια. Κατεβαίνει στον τρίτο, ξεκλειδώνει τις πέντε ασφάλειες και μπαίνει στο διαμέρισμά της. Χωρίς δεύτερη σκέψη βγάζω από την τσέπη ένα χαρτί, γράφω ένα πρόχειρο ποίημα, με υστερόγραφο το τηλέφωνό μου, και το αφήνω να γλιστρήσει κάτω απ’ την πόρτα. Μια εβδομάδα μετά το πολυπόθητο άγνωστο νούμερο κάνει το κινητό μου να δονείται και να χτυπάει. Τη λένε Μαρία και σε μια ώρα θα βρίσκεται στην πλατεία Εληάς. Φτάνω πρώτος και κάθιδρος από το άγχος κι από τη ζέστη. Σε λίγο τη βλέπω να καταφθάνει. Είστε ο Νίκος, μου λέει. Όχι, ασυναίσθητα της απαντάω και παίζοντας με το κινητό την αφήνω να περιμένει. Μετά από ένα πεντάλεπτο, έχεις κάποιο ραντεβού, τη ρωτάω. Ναι, σκουπίζοντας νευρικά το ιδρωμένο της μέτωπο μου απαντάει. Μένει μακριά και αποδεχόμενη την πρόταση να την πάω μέχρι το σπίτι σηκώνει ελαφρώς το φουστάνι της και βολεύεται στο αυτοκίνητό μου. Να βάλω κλιματισμό;… Καλοσύνη σας. Μπορείς να μου μιλάς στον ενικό, είμαι ο Δημήτρης, συστήνω τον εαυτό μου… Εγώ η Μαρία, χάρηκα, αποκρίνεται και ξεκινάμε. Μερικές ώρες αργότερα ξέπνοοι από τον καύσωνα και την ερωτική μας συνεύρεση ανταλλάσσουμε τηλέφωνα και δίνουμε ραντεβού για την επαύριον στο τυχερό μας σημείο, όπως μου λέει με νόημα καθώς απομακρύνεται και η οργιαστική φαντασία μου εξαντλημένη από την πολύωρη αναμονή στην πλατεία Εληάς πέφτει σε λήθαργο και αργά αργά στη μοναχική ζωή μου ξαναγυρνάει.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.