Καύσωνας. Το απόγευμα παρατήσαμε το διάβασμα και ξεκινήσαμε για μια μακρινή βόλτα παραλιακά. Η ζέστη είχε πυρώσει τα βότσαλα και την άμμο, διαπερνούσε τις σαγιονάρες και έκαιγε τα πέλματα μας. Περπατούσαμε στη σειρά, στην άκρη στο νερό, η μια πίσω από την άλλη με τα κεφάλια κατεβασμένα σαν καμήλες στην έρημο.
Κοντεύαμε να φτάσουμε στο ακρωτήρι αρκετά μακριά, όταν είδαμε τον ξένο να έρχεται καταπάνω μας κουτσαίνοντας. Μόλις μας έφτασε στάθηκε στο ένα πόδι και με νοήματα μας ρώτησε αν είχαμε μαζί μας κάτι που θα τον βοηθούσε, μας έδειξε ότι είχε πατήσει έναν αχινό και τα δάχτυλα του ήταν καλυμμένα με αγκάθια.
Η Σωσώ του έκανε νόημα να καθίσει. Υπάκουσε, κάνοντας ένα μορφασμό σαν να τον πόνεσε η κάψα της άμμου. Η Σωσώ γονάτισε μπροστά του και χωρίς να πει τίποτα , πήρε το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού του και το έβαλε στο στόμα της. Το βύζαξε για κάνα δυο λεπτά, μετά συνέχισε δαγκώνοντας το απαλά ώσπου έβγαλε με τα δόντια της το μεγαλύτερο αγκάθι. Ο ξένος είχε κοκκινίσει, έκανε ένα νεύμα σαν να την παρακαλούσε να σταματήσει, εκείνη όμως συνέχισε έως ότου με τη γλώσσα και τα δόντια της καθάρισε όλο το πόδι.
Εγώ αισθανόμουν άβολα με αυτή τη σκηνή, στεκόμουν όρθια δίπλα τους και κοιτούσα προς τη θάλασσα. Όταν τέλειωσε σηκώθηκε από την άμμο χαμογελαστή και ικανοποιημένη που τα είχε καταφέρει. Ο ξένος την ευχαρίστησε σαστισμένος. Το βλέμμα του ήταν τόσο ζεστό που σκέφτηκα ότι αυτό προκάλεσε τις σταγόνες του ιδρώτα που κυλούσαν στο πρόσωπο της. Την κοιτούσε με έναν άλλο τρόπο, ένα τρόπο που δεν είχα ξαναδεί σε κανένα.
Πήρα τα μάτια μου από πάνω τους, έβγαλα τις σαγιονάρες πάτησα με τα γυμνά μου πόδια τα βότσαλα και άφησα τη λάβα που ξέρναγε η παραλία να ζεστάνει κι εμένα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.