frear

Αυτοανάφλεξη – του Δημήτρη Χριστόπουλου

Νύχτωσε. Τα μολυβένια στρατιωτάκια βγαίνουν απ’ το κουτί τους. Καλησπερίζουν τους αρχαίους Σπαρτιάτες και τους καβαλάρηδες και τους τσολιάδες του ’21. Τα μολυβένια στρατιωτάκια στη σειρά. Ένα ένα ανεβαίνουν πάνω στο κρεβάτι. Στο κάστρο το ξύλινο να μπουν. Πέτρες κουβαλάνε. Σε μια ανηφόρα. Τα μικρά δείχνουν κουρασμένα. Τα μεγάλα δίνουν τον ρυθμό. Α, να! από πίσω έρχεται και το πυροσβεστικό. Κόκκινο. Από τσίγκο. Αν το γυρίσεις ανάποδα μπορεί και να διαβάσεις τη μάρκα της σαρδέλας. Ίου-ίου! φωνάζει ο Βασίλης. Να ’σου κι ένα περιπολικό της Mister-P, σαν αυτό που είχε αγοράσει για τον γιο του από το Μινιόν. Πριν καεί. Όλα στάχτη, σκέφτεται ο Βασίλης και τα σωθικά του καίγονται και τα χέρια ζεματάνε κι η καρδιά του σαν σπίρτο αναφλέγεται. Φλέγεται η καρδιά του Βασίλη όπως το σπίτι τους που κάψανε οι άντρες με τις χάρτινες σακούλες στο πρόσωπο δίχως πρόσωπο, τα παγωμένα Χριστούγεννα του ’44. Το σπίτι το πέτρινο στο τέρμα της Λιοσίων. Στη Λιοσίων κι η βιοτεχνία παιχνιδιών που έχτισε το ’60 μαζί τον πατέρα του. Τον πατέρα του που στην Κατοχή πήλινα γαϊδουράκια έπλαθε και πούλαγε στους δρόμους. Η θερμοκρασία ανεβαίνει στους φούρνους του μυαλού του. Το μυαλό της δικής του αδερφής, παρανάλωμα το καλοκαίρι του ’65. Στα χέρια της ξεψύχησε κείνο το παλικάρι στη Σταδίου. Τα στρατιωτάκια ανοίγουν τα πόδια. Τα χέρια πίσω από τον σβέρκο. Τα γερμανικά στρατιωτάκια έχουν όπλα πολλά, έχουν και κανόνια μεγάλα και σκοτώνουν –μπαμ μπαμ- τα μολυβένια. Οικόπεδο, τσουκνίδες, τρένο, καπνός, πηχτός καπνός… Ηλία! Ρουβέν! Χασκέλ! Παραγγέλματα, πειθαρχείο, συρματοπλέγματα. Ο ήλιος ο καυτός. Ο ανελέητος ήλιος της εξορίας. Δυο χρόνια ξυπόλητος στ’ αγκάθια και τις πέτρες. Και τα πόδια του, δυο ζώα ταριχευμένα. Και στην τσέπη ένας μολυβένιος Καραϊσκάκης. Για φυλαχτό. Οι ώρες περνούν. Η θερμοκρασία σκαρφαλώνει. Σκιές σκαρφαλώνουν στους τοίχους και τους νεκρούς τους έναν έναν μετράνε και κλαίνε. Τις λέξεις κλαίει ο Βασίλης. Σφυρί και δρεπάνι. Μπουσουλάει κι απάνω στην πολυθρόνα κουλουριάζεται. Την πολυθρόνα φλόγες τη γλείφουν. Πύρινες γλώσσες αχνίζουν το κορμί του και σαν πένθιμα πουλιά χαιρετάνε. Λευκό σύννεφο από το στήθος του καπνίζει. Με το τσιγάρο στο στόμα. Και ποιον να φωνάξεις. Και ποιος θα σ’ ακούσει. Στην κόλαση του ψυχιατρείου κανείς δεν σ’ ακούει. Με κλειστές πόρτες. Με σφαλιστά παράθυρα. Αυτοανάφλεξη, είπε ο ιατροδικαστής. Σε ακραίες συνθήκες καύσωνα. Ογδονταφεύγα χρονών άνθρωπος. Σποδός. Χώμα και σποδός. Μόνο τα ξύλινα ποδάρια του έμειναν άθιχτα. Σημαδεμένα με περηφάνεια. Και τα μολυβένια στρατιωτάκια εκείνης της βιοτεχνίας παιχνιδιών στο τέρμα της Λιοσίων.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: