“Fish are jumpin’ and the cotton is high”
Summertime
Το ζευγάρι κοιτούσε την πόρτα. Επίμονα, με απαιτήσεις τρυφερότητας.
Κλειστή. Λουκετωμένη, με κλειδαριά που έβραζε (με τέτοια ζέστη!).
Σκουπίδια στην αυλή και χόρτα αμήχανα. Μεσημέρι Ιουνίου, ακίνητο, αμήχανο. Απουσίες κι αλλαγές.
Γύρισαν, αρχοντικά, αβίαστα, άφοβα, στον δρόμο. Είχαν μια κομψότητα αταίριαστη στην καψαλισμένη στιγμή. Τους δροσέρευε η μνήμη.
Περίμεναν κάμποσο, αν και ξέραν.
Νιαούρισαν και κατευθύνθηκαν στο Ουζερί του Πέτρου, να πιουν το νεράκι τους το παγωμένο. Πάντα στην ώρα του.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]