frear

Σαούλ, Σαούλ… – του Αθανάσιου Β. Γαλανάκη

Ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια; Ποῦ
ἐστιν ἡ τῶν προσκαίρων φαντασία; Ποῦ
ἐστιν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος; Ποῦ ἐστι
τῶν οἰκετῶν ἡ πλημμύρα καὶ ὁ θόρυβος;
Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά.

Ὁρίστε, λοιπόν, Θανάσης ἐγώ, Θανάσης κι αὐτός, καταϊδρωμένοι καὶ σιωπηλοὶ νὰ παρακολουθοῦμε τὸ ξόδι τοῦ θείου Λάμπη. Βρῆκε νὰ φύγει μέσα στὸ κάμα, ὁ παλιόγερος, ἀφήνοντάς ἐμᾶς, ἀνυπόμονους θεατὲς μὲ ἁλμυρὸ ἱδρώτα στὰ τσίνορα καὶ κολλημένα πουκάμισα στὶς πλάτες μας νὰ περιμένουμε τὴ λύση τοῦ δράματος ἀπὸ τὸν γενειοφόρο ἱερέα, ποὺ -μεταξύ μας- δὲ φαινόταν πολὺ ἄνετος μέσα στὰ ἀφόρητα ράσα του.

− Εἶναι ὅλα ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ τελικὰ ἂν κάτσω καὶ τὰ γράψω σὲ ποίημα θὰ τὰ ξεχάσω αὐθωρεῖ, μονολόγησε ὁ Θανάσης.
Ὁμολογουμένως, δὲν κατάλαβα καλὰ τὰ λόγια του, διόλου ὅμως μὲ ἐνδιέφερε νὰ προβῶ σὲ κάποια ἐξακριβωτικὴ ἐρώτηση. Κι ἔτσι, τὸν ἄφησα νὰ μιλᾶ:

− Τὰ καλοκαίρια, πάντοτε, ἔπινα τὶς κίτρινες φωτεινές μου πορτοκαλάδες στὸ μπροστινό μου μπαλκόνι κι ἔκοβα τὴν κίνηση τῆς γειτονιᾶς.

«Περίεργε!», μοῦ ‘λεγε συνέχεια ὁ γέρος, δὲν ἤξερε ὅμως ὅτι εἶχα ἤδη πάρει τὴν ἀποδημητικὴ ἀπόφαση ἂν ἀποτύγχαναν οἱ ἐξετάσεις τοῦ αἵματός μου. Κατέβαινα τὰ βράδια κατὰ τὶς ἐννιὰ κι ἔπινα τὰ μοναχικὰ ποτά μου στὸ Galaxy, θυμᾶσαι, στὴ στοὰ στὴ Σταδίου, σὲ ἔπαιρνα μαζί ὅταν σπούδαζες στὴν Ἀθήνα. Δὲ μὲ παίρνανε στὶς διακοπές τους, κανείς. Μία φορὰ δὲ χτύπησε τὸ ρημαδοκινητό μου νὰ μοῦ ποῦνε ἕνα: «Ἔλα ρὲ μαλάκα, πότε παίρνεις ἄδεια;». Ἀποφάσισα νὰ τὰ σταματήσω ὅλα κι ἔδωσα τὰ χέρια ἀλλὰ συνέχεια ἔπαιρνα τὸν κατήφορο. «Ἀφοῦ ἔχεις κακὴ κράση, ρὲ μάτια», ἔλεγε ὁ γέρος, «Φταίει ποὺ δὲ βύζαξες. Ἤδη στὸ μαιευτήριο φαινόντουσαν ἀνάποδα τὰ πράγματα». Τί νὰ γίνει ρὲ Θανάση; Πάντα θὰ μᾶς κατατροπώνουν οἱ νικητὲς μὲ τὰ μεγάλα πέη καὶ θὰ κανονίζουν αὐτὸ ποὺ ἀποκαλεῖται ἀνθρωπότητα. Μὲ ἀκοῦς ρε;

Εἶχα χάσει τὰ περισσότερα, ἀλλὰ ὅσο μιλοῦσε ἕνα ἐκστατικὸ ὄραμα ὑψωνόταν μπρὸς στὰ μάτια μου, ὅπως ὁ ἰβουάρ ἥλιος ποὺ μᾶς ἔκαιγε τὰ
μέτωπα. Οἱ τροπαιοφόροι μὲ τὰ μεγάλα ὑψωμένα πέη κινοῦσαν μπροστὰ καὶ πίσω τους τὰ παπαδοπαίδια μὲ ἑξαπτέρυγα κρατοῦσαν ἐκεῖνα τὰ φτηνὰ ποτὰ τῆς Σταδίου φορώντας, κίτρινες, κατακίτρινες φανέλες σὰν τὸ ἀττικὸ φῶς ποὺ ἔψηνε τὰ μπετά τῆς Ἀθήνας.

− Ρὲ, μὲ ἀκοῦς ρε; μὲ ξαναρώτησε. Καὶ τότε κατάλαβα τὸν ξάδερφο Θανάση ποὺ πάντα μοῦ ἔλεγε: «Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Στὴν πόλη, στὸ τσιμέντο. Ἐδῶ ποὺ δὲ σταματᾶς τίποτε, στὴν πρωινὴ πορεία μὲ τὰ ἐξαπτέρυγα, στὴ βραδινὴ δοκιμή του θανάτου». Πολιτικὸς μηχανικὸς· ἔκανε ἔργα στὴν Ἀραπιά.

− Ναί, Θανάση, σὲ ἀκούω, τοῦ εἶπα μὲ βρεγμένα μάτια ἀπ’ τὸν ἱδρώτα. Ἀνακάλεσα ὅλες τὶς καλοκαιρινὲς μας βραδιές, ὅταν τοῦ κρατοῦσα συντροφιὰ στὸ σπίτι του στὴ Φιλαδέλφεια, περπατούσαμε στὸ ἄλσος κι ἐγὼ ἔμπυρος ἀπὸ τὶς σπουδές μου τοῦ μιλοῦσα γιὰ τὴν ὕπαρξη καὶ τὴ μαζικὴ κουλτούρα, τὰ φαινόμενα καὶ τὴν προτεραιότητα τῆς θεωρίας ἔναντι τοῦ αὐστηροῦ θετικισμοῦ, ἐνῶ ἐκεῖνος συνήθιζε νὰ λέει: « Ἂ ρὲ μικρέ. Ὅλα καλὰ κι ὅλα ὡραῖα. Ἀλλὰ πάντοτε πρέπει νὰ υπάρχει κάποιος ποὺ θὰ βιδώνει τὴ βίδα».

Σχόλασε ἡ κηδεία, φάγαμε μαζὶ καὶ χωρίσαμε γιὰ νὰ μὴν ξαναβρεθοῦμε.


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: