Κάθεται στην πολυθρόνα της βεράντας, ξυπόλυτη. Το σορτσάκι αφήνει ακάλυπτα τα πόδια, η τιράντα από το φανελάκι έχει γλιστρήσει στον αριστερό ώμο. Ο Ελύτης ανοιχτός πάνω στη σάρκα της που φλέγεται. Γυμνός Ιούλιο μήνα το καταμεσήμερο. Απορροφημένη από την εικόνα του άντρα που γλείφει το μπράτσο του και γεύεται την αρμύρα του, σκουπίζει κάθε τόσο το ιδρωμένο μέτωπο, στάλες ιδρώτα κυλούν ανάμεσα στα στήθη της, μικρό ρυάκι που τρέχει να συναντήσει το χλωρό λιβάδι στην ένωση των ποδιών ή να εξαχνωθεί στο ανασηκωμένο χνούδι της κοιλιάς. Τα χείλη της είναι στεγνά, όλο περνά τη γλώσσα επάνω τους, με μια κίνηση λες και ανακαλύπτει εκ νέου μια καινούρια γεωγραφία. Πού και πού διακόπτει το διάβασμα, να πιει λίγο νερό από το ποτήρι στο τραπεζάκι δίπλα ή να ρίξει κλεφτές ματιές στο κινητό. Τον φαντάζεται γυμνό να διαβάζει έναν αγαπημένο Γουίλιαμ, Μπάροουζ μπορεί και Σόμερσετ Μομ, ο ανεμιστήρας να γυρνάει τις σελίδες, το χέρι να χαϊδεύει νωχελικά την κοιλιά του. Περιμένει τον γνώριμο ήχο του μηνύματος να της λέει πως θα ήθελε εκείνη τη στιγμή να ξαπλώσουν γυμνοί στα πλακάκια, να δροσίσουν τα ιδρωμένα μέλη τους, να αφήσουν ίχνη υγρά πάνω στα σώματα, ύστερα να την περιδιαβεί ολόκληρη με τη γλώσσα του. Και είναι αυτή η ωραιότερη δροσιά στην κάψα του Ιουλίου.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]