Εκείνο το απόγευμα, όπως τα περισσότερα απογεύματα που περνούσε στο διαμέρισμα του, ένιωσε το ξύλινο ταβάνι να τον πλησιάζει και ο θόρυβος από την μονάδα του κλιματιστικού υπονόμευε την όποια παρουσία δροσιάς. Βγήκε έξω, άρχισε να περπατά στον μεγάλο κάθετο δρόμο που οδηγεί στην παραλία, όπου το απέναντι ογκώδες βουνό φάνταζε να ορθώνεται κοντύτερα υπερκαλύπτοντας τον θαλάσσιο όγκο, παχνιασμένο από τον απογευματινό ήλιο του Ιουλίου. Βάδισε αργά, με σταθερά βήματα, και σε κάθε δρασκέλισμα η θήκη με την φωτογραφική μηχανή χτυπούσε ρυθμικά τα πλευρά του, αιωρούμενη από το δερμάτινο λουρί που κρεμόταν στον δεξί του ώμο. Η μοναδική του συντροφιά, αυτή η παλιά ασπρόμαυρη Zenith, τον ακολουθούσε σε κάθε του έξοδο και μέσα από τα χοντροκομμένα φιλμ της, που με σχολαστικότητα επεξεργαζόταν και εκτύπωνε σε χοντρό φωτογραφικό χαρτί ικανοποιητικών διαστάσεων, αναπαριστούσε τυχαίες σκηνές της πραγματικότητας. Σκηνές που τις είχε ανάγκη κυρίως για να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του και να τις αναπαράγει συχνά για να ανακαλεί μνήμες που δεν μπορούν να σβηστούν με το πέρασμα του χρόνου, όσο και αν αδυσώπητα η σκόνη και η υγρασία τις ξεθωριάζουν. Έτσι και εκείνο το απόγευμα, λίγο πριν τη προσπάθεια του σούρουπου να κλέψει τις προϋποθέσεις του για μια ιδανική λήψη, θα κράταγε στιγμιαία την ανάσα του και θα πατούσε σταθερά το κουμπί.
Περπάτησε αρκετές φορές το πλακόστρωτο της παραλιακής, αναζητώντας την σημερινή του λήψη. Προσπάθησε να διαλέξει ανάμεσα στους διαβάτες, παρατήρησε αρκετούς λουόμενους και σχεδίασε τις πόζες τους καθώς μπλέκονταν με το υγρό στοιχείο. Κατέβηκε και άρχισε να περπατά στα βότσαλα, πράγμα που τον βάρυνε και δυσκόλεψε αρκετά το περπάτημα του. Άρχισε να ιδρώνει και σταμάτησε για τις απαραίτητες ανάσες, ένα βήμα πριν την παραλιακή παιδική χαρά. Η ζέστη αφόρητη και κανένα παιδί δεν βρισκόταν εκεί. Τότε είδε την διπλή κούνια, να στέκει ασάλευτη, ένα υποτυπώδες κάδρο για το απέναντι βουνό. Μια λήψη άξιζε το κόπο. Στόχευσε μέσα από το κάδρο, ο ήλιος έδυε ιδανικά πλάγια και απαθανάτισε τις ακίνητες κούνιες.
Είχε κιόλας νυχτώσει μόλι άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος του. Μπήκε κατευθείαν στη μικρή αποθήκη, την οποία είχε μετατρέψει σε σκοτεινό θάλαμο εκτύπωσης εδώ και χρόνια. Έβγαλε τη μηχανή από τη θήκη της και γύρισε το φιλμ βιαστικά με το χέρι, κάτω από την κοκκινωπή απόχρωση της λάμπας. Περιεργάστηκε τα σύνεργα του και καταπιάστηκε με την εκτύπωση της μοναδικής σημερινής φωτογραφίας. Ένα δωδεκάρι φιλμ για μια μόνο εκτύπωση. Βύθισε το χαρτί στο παχύρευστο υγρό και κρέμασε την φωτογραφία από το σχοινί που διαπερνούσε το δωμάτιο.
Σιγά σιγά άρχισε να του αποκαλύπτεται το τοπίο σε ασπρόμαυρο φόντο. Η θάλασσα, το βουνό, οι δυο ακίνητες κούνιες. Πήρε την φωτογραφία και άρχισε να περιφέρεται μέσα στο σπίτι, την απόθεσε πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ. Παραμέρισε τα περιοδικά και τις εφημερίδες και σώριασε τα πόδια του στο τραπέζι. Άρχισε να αερίζει το πρόσωπο του με μια εφημερίδα από την γερμένη στοίβα. Τα μάτια του βάρυναν, κούνησε τα βλέφαρα και ξανακοίταξε τη φωτογραφία. Κάρφωσε το βλέμμα του απότομα πάνω της. Είδε τη μητέρα του στο κέντρο. Δίπλα της δυο παιδιά ταλανίζονταν ανέμελα και αυτή τα πρόσεχε. Τίναξε το κεφάλι απότομα, ξανακοίταξε τη φωτογραφία και με βιαστική κίνηση βγήκε στο μπαλκόνι. Ανάσανε βαριά και το μίγμα της ζέστης και της υγρασίας του έφερε εμετό. Άρχισε να ιδρώνει, πλησίασε τα κάγκελα ακουμπώντας τα και αυτά του ανταπόδωσαν όλη τη θερμότητα που είχαν δεσμεύσει. Τα αντικρινά διαμερίσματα, με τα θολά φώτα τους να συνθέτουν ένα τρομακτικό κολάζ, έλιωναν κάτω από τρομακτικά βουητά. Άφησε τη φωτογραφία να πέσει απαλά. Άρχισε να στροβιλίζεται αργά και ένα αναπάντεχο αεράκι της έδωσε το απαραίτητο ύψος ώσπου να χαθεί ανάμεσα στα τσιμεντένια κτίρια. Επέστρεψε στο μικρό σαλόνι, ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια, σκουπίζοντας το πρόσωπο του με το τελευταίο χαρτομάντιλο από το πακέτο.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]