Ζήλεψα τον καύσωνα, που ξαναμμένος πρόλαβε τον Ιούνιο και στον ερεθισμό του μέσα, τρύπωσε σε μια σταγόνα του ιδρώτα σου. Στους πόρους των μαλλιών σου γεννήθηκε, με μια φευγαλέα πρόστυχη σκέψη και στη γυαλάδα του μετώπου σου καθρέφτισε την κορμοστασιά του. Γραπώθηκε, καθώς τον παρατηρούσα, στο πέταγμα των νοτισμένων βοστρύχων και αψηφώντας το στεγνό σου στόμα, αφέθηκε για λίγα λεπτά να κλυδωνίζεται στο λοβό σου σαν στολίδι. Απαγκιστρωμένος, κύλησε στο ποτάμι της φουσκωμένης φλέβας μέχρι την κλείδα, κούρνιασε στη μασχάλη σου και παραμελώντας το τρυφερό σου μπράτσο ―ψηλά σηκωμένο να συγκρατεί έναν πρόχειρο κότσο― συνέχισε την πορεία της βαρύτητας. Μέτρησε ένα ένα τα ανάρια δάχτυλα των πλευρών σου και μαζί μέτρησα σιωπηλά κι εγώ να θυμηθώ. Κι αφού κατέφυγε στη γούρνα του ομφαλού να ξαποστάσει, γλείφοντας το αιδοίο σου, έσταξε ―χορτάτος, με γεύση γλυφή και μυρωδιά ιωδίου― στη σκιά, που λίμναζε ανάμεσα στα πέλματα σου. Ζήλεψα τον καύσωνα, που σ’άφησε γυμνή να δέχεσαι το ψηλάφισμά του. Μα σαν είδα την τελική του πτώση, κάγχασα ικανοποιημένος. Στην πυρωμένη του αλαζονεία δε γνώριζε, πως θα κατέληγε κι αυτός ―μαζί με τη βροχή, ό,τι σ’αγάπησε κι εμένα― σαν μια κηλίδα από λασπόνερα, που αδιάφορα θα δρασκέλιζες.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]