Ο Φώντας έχωσε το φτυάρι στη γούρνα, πίεσε την ξύλινη λαβή του προς τα κάτω και άδειασε το χώμα στο πλάι. Ένα μικρό σύννεφο σκόνης ανασηκώθηκε και κόλλησε στο δέρμα του. Μεσημέρι. Ο ήλιος έκαιγε πάνω στον μαυρισμένο του σβέρκο, το κοκκαλιάρικο κορμί του διαγραφόταν κάτω απ` την ιδρωμένη του μπλούζα. Αλλά η εργασία αυτή δε χωρούσε αναβολές ̶ έτσι του είχε πει ο προϊστάμενος. Ο Φώντας ήπιε νερό απ` το παγούρι, έβγαλε κι έβαλε το καπέλο του και συνέχισε. Αυτή τη φορά άδειασε το χώμα απ` την άλλη πλευρά του πεζοδρομίου. Το χώμα εκσφενδονίστηκε πάνω σε ένα λευκό φουστάνι αφήνοντάς του ένα καφέ λεκέ. Μια κυρία τον κοιτούσε από ψηλά και του έκρυβε τον ήλιο. Φορούσε γάντια από δαντέλα και κρατούσε ομπρέλα. Του θύμιζε μια εφήμερη σχέση του παρελθόντος που ήθελε να μοιάζει με αριστοκράτισσα, αλλά η φτώχεια της το μόνο που της επέτρεπε ήταν να αγοράζει απομιμήσεις ακριβών ρούχων κι αυτό την έκανε να δείχνει ακόμα πιο αξιολύπητη. Η κυρία παραμέρισε κάπως, μια ηλιαχτίδα θαρρούσες πως έβγαινε απευθείας απ` το μάτι της και τον τύφλωνε. Έπειτα αποχώρισε δίχως καν να τινάξει τον λεκέ απ` το φουστάνι της. Ο Φώντας γύρισε στη δουλειά. Ο προϊστάμενος τον επιτηρούσε, κάτω από μια σκιά, μιλώντας στο τηλέφωνο. Την επομένη, την ίδια ώρα, κι ενώ ο Φώντας έσκαβε αργά και σταθερά, η κυρία με την ομπρέλα εμφανίστηκε ξανά. Φορούσε το ίδιο, λερωμένο φουστάνι. Ο εργάτης πήγε να της ζητήσει συγνώμη, έστω κι αργά, για το χθεσινό ατύχημα αλλά η αλλαγμένη της όψη τον σταμάτησε. Για κάποιο λόγο έδειχνε χαρούμενη. Τώρα η ματιά της ήταν βαθιά, σαν να ήθελε να του εξομολογηθεί κάτι σημαντικό. Μετά έφυγε δίχως να ανταλλάξουν ούτε μια κουβέντα και πάλι. Το αυστηρό βλέμμα του προϊσταμένου δεν του άφησε περιθώριο για χασομέρι και έπιασε ξανά το φτυάρι. Η υπόλοιπη εβδομάδα κύλησε χωρίς η γυναίκα να τον επισκεφθεί άλλη φορά. Ο εργάτης την είχε ξεχάσει, η διάνοιξη της γούρνας έφτανε στο τέλος της. Ο προϊστάμενος του έκανε το σήμα της νίκης. Ο άντρας πέταξε το φτυάρι και βγήκε απ ` τη γούρνα. Έχυσε το νερό του παγουριού στο κεφάλι του. Σταγόνες έσταζαν απ` την άκρη της μύτης του και λαμπίριζαν στο φως του ήλιου. Παρατήρησε γύρω του κοπέλες που φορούσαν φουστάνια με καφέ λεκέδες, ήταν περισσότερες από χτες και ακόμα πιο πολλές από προχτές. Η νέα τάση της μόδας για το φετινό καλοκαίρι είχε φτάσει. Μια αφίσα σε κάποιο κατάστημα γυναικείων ρούχων απεικόνιζε την κυρία με την ομπρέλα σε μια πόζα όλο νάζι. Ο Φώντας κάγχασε και πήγε στον προϊστάμενο για να πληρωθεί.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]