frear

Θείο δώρο – της Μαρίας Παπαϊωάννου

Η καμπάνα χτύπησε μονότονα τρείς φορές. Τον είχαν φέρει. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και έδεσα τις μαύρες μπότες. Ίσιωσα τα μαντήλι μου και βγήκα από την πόρτα. Στην κεντρική είσοδο οι συγγενείς και φίλοι κατεύθαναν υποβαστάζοντας ο ένας τον άλλον.

Κρύφτηκα πίσω από τον πέτρινο τοίχο και τους παρατήρησα για μία στιγμή να λιώνουν από πόνο κάτω από τον αδυσώπητο θερινό μεσημεριανό ήλιο. Θαρρείς και όλο το καλοκαίρι είχε γίνει μία πύρηνη μπάλα που έσκαγε με φόρα και διαλυόταν στα θολωμένα τζάμια των μαύρων γυαλιών τους.

Στον ναό ακουγόταν μόνο το ρούφηγμα από τις υγρές μύτες τους και ο ήχος των μανιασμένων βεντάλιων.

Βημάτισα αργά και στάθηκα πλάι του. Εκεί, εμπρός από το Ιερό και εξ’ ευωνύμων του, όπως τα νεόνυμφα ζεύγη, για πρώτη και τελευταία φορά θα αντικρύζαμε μαζί την Ωραία Πύλη και την Πλατυτέρα, δίχως να μας εμποδίσει κανείς πια.

Χάιδεψα το παγωμένο μέτωπό του και έβγαλα το κομποσχοίνι μου από την τσέπη μου. Το άφησα απαλά στα σφιχτά δεμένα χέρια του και καθώς έσκυβα να τον φιλήσω για τελευταία φορά, ένα χέρι με τράβηξε κοντά του.

“Αδελφή, την ευχή σας. Είμαι η γυναίκα του.” έκανε ξέπνοα και άφησε μία μεγάλη στάμπα από δάκρυα στο ράσο μου.

“Πουτάνα. Εσύ τον έφαγες. Να καείς στην κόλαση.” σκέφτηκα τόσο δυνατά που οι λέξεις τρύπησαν το μυαλό μου και μουρμούρισα ένα ξερό “Κουράγιο”.

Κατά τη διάρκεια της τελετής, τα μάτια μου ήταν καρφωμένα επάνω της. Την παρατηρούσα να θρηνεί με κάθε επισημότητα και ελευθερία και σφίγγοντας με μανία το μαντήλι που είχα για να σπογγίζω τον ιδρώτα μου, τον έφερνα στο νου μου πάνω στο καϊκι του να μου γνέφει “Σ’αγαπώ” και να βουτάει στην θάλασσα για να βρει τα πιο σπάνια όστρακα, για μένα μόνο.

“Αγάντα Χριστινώ μου! Αγάντα και θα σε πάρω να φύγουμε!” μου φώναζε καθώς με αποχαιρετούσε πριν τη βραδινή ψαριά του.

Στο τέλος της τελετής και ενώ η ζέστη είχε γίνει πλέον σωστό μαρτύριο για όλους μας εκτός από εκείνον, τέσσερα παλικάρια σήκωσαν το ξύλινο κουτί για να το παραχώσουν στα μνήματα που ήταν ακριβώς δίπλα από τους κοιτώνες της μονής. Μάντεψα πως αυτοί οι λεβέντες ήταν οι γιοί του. Ο ένας, μάλιστα, ήταν φτυστός εκείνος.

Λίγο πιο πίσω και με βήμα βαρύ αναγνώρισα τον Αλέκο τον αδελφό του.
Έτρεξα και τον έπιασα από το μπράτσο. Το ιδρωμένο πουκάμισο με έκανε να ριγήσω σαν ξάφνου να έπεσε παγετός.
Με κοίταξε με δυο σαστισμένα υγρά μάτια και του έκανα το σημείο του σταυρού στο μέτωπό του.

“Αλέκο μου” λύγισα και έγειρα στο χέρι του.

“Αδελφή Χριστοδούλη, την ευχή σας γερόντισσα.” απάντησε και έχωσε μες στην τσέπη μου ένα τσαλακωμένο χαρτί.

Το βράδυ στο κελί μου η ζέστη μαινόταν ακόμη αφόρητη. Δεν ήταν διόλου τυχαίο που επέλεξε να φύγει μες στον πιο μεγάλο καύσωνα του φετινού θέρους.
Έβγαλα τα βαριά μαύρα ρούχα μου και κάθισα στο γραφείο μου εμπρός από την αναμμένη λάμπα. Ξεδίπλωσα προσεχτικά το χαρτί, σαν θείο δώρο.

“Αγάντα Χριστινιώ μου! Αγάντα και σε λίγο θα είμαι δίπλα σου ολημερίς και οληνυχτίς.”


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ο πίνακας είναι του Παναγιώτη Τέτση. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: