Η πρωία ανάβλυζε κελαρυστή, ανθίζοντας. Το πέλαγο κάλπαζε ομηρικά· το ηλιόφως στραφτάλιζε στην αλεσμένη άρμη. Ο άνδρας έκανε να σαλέψει μα αισθανόταν κάποιο βάρος να τον συγκρατεί· ήταν βλαστημένος στην άμμο. Οι αισθήσεις του απλώνονταν στον χώρο· έλεγες πως αποσυρταρώνονταν. Μποφόρ άρμης, καθώς ένα μελτέμι στη διαπασών, τον αιγαιοπελάγωσαν.
Εκείνη δεν θα αργούσε· όπως πάντοτε. Ζύγωσε με θεία ελαφρότητα, σχεδόν πεταλουδίζοντας. Τα μάτια-χαλαζίες της γυναίκας σπινθήριζαν την ξαστεριά. Τον κοιτούσε με έναν τρόπο που η ψυχή του ανθοβολούσε και δροσοκοπιόταν ολόκληρη. Του είχε λείψει ανεπανόρθωτα. Ναι, ήταν ακόμη ερωτευμένος μαζί της. Του γελούσε σήμερα ως να μην είχε ποτέ της πεθάνει. Οι μαγνήτες του βλέμματός της τον διάτρησαν για διάφανο. Πρόταξε το δεξιό της χέρι· τον στήριξε να ανασηκωθεί. Και ποδοβόλησαν απάνω στα κύματα σαν φτερουγίσιοι· και κυνηγιόντουσαν όπως πρώτα· και τσαλακώθηκαν στην αμμουδιά, που λαμπύριζε· και όργωσαν τη σφυρήλατη λάμψη της· και σπλαχνήθηκαν στη μακαριότητά τους· και περδουκλώθηκαν τα σκέλη τους· και τη γαργάλεψε κι αυτή ανταπόδωσε· και παλάβωσαν σαν από κλαυσίγελο· και γίνηκαν στο αγκομαχητό τους ένα αίμα. Έκαναν έρωτα· και η άμμος ασήμωνε τις σάρκες τους· και το κύμα ξαφριζόταν επάνω τους, έσκαγε με φουσκωμένο κρότο στα δυναμιτισμένα τους κορμιά· και οργάζονταν και αγαπιόντουσαν με μανία· και πάλεψαν· και γόγγυξαν· και κορυφογράμμισαν τον ίμερό τους· και ριζώθηκε ο ένας στα σπλάχνα του αλλουνού· και έλεγες πως, καθώς τυλιγμένοι στον λαχανιασμένο αέρα από τα κοντανασαίματα, θα μέρωναν.
Ο ήλιος βαρούσε κατακεφαλιά. Περιπλανιόντουσαν κάμποση ώρα στους χρωματιστούς, ανθόσπαρτους παράδρομους και τα καλντερίμια του νησιού· ξεναγούνταν στην αγορά, διάβαιναν χαγιάτια με αναρριχόμενες αμπελιές και υπόσκαφα σπίτια με πάλλευκες, φωσφορίζουσες προσόψεις. Ένας γραφικός και πατροπαράδοτος κόσμος αγκυροβολημένος στο πέλαγο. Οι άνθρωποι γυρόφερναν ετερόκλητοι, παρδαλοί, νότες που χασμωδούσαν· οι μορφές τους ξεθώριαζαν αναλώσιμες· θαρρούσες, οξειδώνονταν στο πέρασμά τους. Οι ζευγαρωμένοι είχαν μεγάλο ανήφορο να κερδίσουν. Ανέρχονταν με βάδην γοργό και σύντονο. Ο μεσήλικας αισθάνθηκε σύντομα κάματο· άρχισε να κομπιάζει, να ασθμαίνει, να παραπονιέται. Εκείνη πάλι δεν μιλούσε· μόνο που τον βάσταγε ιδρωμένα, ζυμώνοντας την αφή του και σφιχτοδένοντας τις μοίρες τους. Κάθε τόσο του άστραφτε, με ένα νάζι λάγνο και θηλυκό, κάποιο κλεφτό φιλί στο μάγουλο, ακονίζοντάς τον· για λίγο, ακριβώς μέχρις ότου το επόμενο φιλί να τον κατακεραυνώσει και να τον ανεμοσκορπίσει. Εντωμεταξύ, οι μηροί και οι γάμπες του είχαν αρπάξει και φλογίζονταν. Στο νησί του μέλιτος όλα φάνταζαν βιβλικά· κατοπτρίζονταν όλα τους σε μια ηχώ τετραπέρατη, κολυμπώντας, όμοια με ξεχειλωμένα, μέσα σε έναν πλου μακροβίοτο. Καταιγισμοί πάρεργων, που αποηχούσαν, έλεγες, για μίλια χρόνου, στοίχειωναν τα μυαλά του.
Οι ζευγαρωμένοι κατέληγαν. Ένα ολάνθιστο ξέφωτο τους περίμενε στ’ αψηλά, απαράλλαχτο, ταγμένο σε μια ανιστόρητη αναμονή. Έφτασαν σε ένα νησιώτικο ξωκλήσι, έναν ναΐσκο με γαλαζοβαμμένο τρούλο και πτυχές, μια θαυματουργία σπαρμένη στις κορυφογραμμές του Αιγαίου, στις παρυφές της καλδέρας. Η Θηρασία ληθαργούσε σαν σε αραξοβόλι. Ο όρμος λυνότανε στα πόδια τους. Τα καπετανόσπιτα, λαξευμένα σκαλοπάτια στον λοφίσκο, λούζονταν τη Δύση. Ηλιοβασίλευε· ο θόλος ανάβλυζε αίμα. Η φωσφορίζουσα όψη του περιβόλου μάλαξε τα σωθικά τους. Οι βουκαμβίλιες αναρριχούνταν στα καλντερίμια καθώς χυτά μπουκέτα και βιολετί αρμαθιές. Κάθισαν οι δυο τους στην απόληξη από το καμπαναριό του ναΐσκου, με άποψη τον αβυθομέτρητο χαλαζία της Μεσογείου. Πλεγμένα ακόμη τα δάχτυλά τους, ριζοβολημένα στις φλέβες τους, κεντούσαν τις μοίρες τους. Τη χειροφίλησε· εκείνη τον καταπελάγωσε μέσα στα γαλαζοαίματα μάτια της, που έβγαναν γι’ αυτόν φυλαχτά και ονειροκρίτες. Οι δαχτυλιές της μπουμπούκιαζαν το δέρμα του, όπως τα χείλη του ξεφύλλιζαν τα πέταλα του κορμιού της. Ήταν εκεί· αυτό είχε σημασία. Σε εκείνη τη γωνία όπου, καθώς ωτακουστής κογχυλιών, αφουγκράζεσαι ένα αχιλιομέτρητο άβατο. Σε εκείνο το σταυροδρόμι, που είναι πηγάδι για τον ήλιο και πανέρι για τη θάλασσα. Σφιχταγκαλισμένοι σαν κορμί ένα, με δάχτυλα κεντημένα ψιλοβελονιά.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Δείτε την ύλη του έντυπου τεύχους μας εδώ.