frear

Γιώργης στο φούρνο με πατάτες – της Μαρίτας Φίλντιση

Είχε βραδιάσει. Εδώ και ώρα, ο Γιώργης χτυπούσε πόρτες και παράθυρα. Εκείνο το επιτακτικό «Ανοίξτε μου», μετατράπηκε σε κλαψούρισμα και ματωμένα απ’ τις σκλήθρες νύχια, καθώς γρατζούναγε τα παντζούρια που έμεναν βουβά. «Ανοίξτε μου, μωρέ» παραιτήθηκε, κι έμεινε κατάχαμα μπροστά στην πόρτα της κουζίνας. Το σπίτι έστεκε ασυγκίνητο.

Ο Γιώργης είχε παραβεί τον νόμο του πατέρα: Όποιος φτάνει σπίτι μετά από τον ίδιο, μένει έξω. Ο πατέρας ό,τι έλεγε, το εννοούσε – γι΄ αυτό κι έκλεισαν καλοκαιριάτικα τα παντζούρια. Να μην πηδήξει μέσα ο άσωτος. Εκείνοι θα έλιωναν απ’ τη ζέστη κι αυτός από τον φόβο. Έτρεξε αλαφιασμένος στο καλύβι της αυλής· να περάσει τη νύχτα σφηνωμένος ανάμεσα στις παλιατζούρες, τα βάζα με τα τουρσιά, το πετιμέζι και τη λίμπα με το λάδι. Έφτυσε με νεύρα το κλειστό λουκέτο. Για το πλυσταριό πίσω απ’ τον ξυλόφουρνο, ούτε λόγος – το καζάνι που ζέσταιναν το νερό, του θύμιζε μάγισσες ακόμη και την ημέρα.

Κούρνιασε κάτω απ’ τη μουριά. Για την ώρα θα έμενε μαγκωμένος στον κορμό της κι ας την φοβόταν κι αυτήν. «Είναι βαρύς ο ίσκιος της μουριάς», έλεγαν οι μεγάλοι και κανένας δεν κοιμόταν από κάτω, ούτε μεσημέρι ούτε βράδυ. Η μάνα, κάθε καλοκαίρι, μετέφερε το σπίτι στον ίσκιο της· το παλιό ξύλινο τραπέζι, τριγύρω οι παράταιρες καρέκλες, η ψάθινη πολυθρόνα του πατέρα και στη μια πλευρά του τραπεζιού το σιδερένιο κρεβάτι. Όλη μέρα εκεί, αλλά για ύπνο ποτέ. Απόψε, το μυαλό του είχε κολλήσει στα δαιμονικά, που έβγαιναν τις νύχτες στις μουριές. Απ’ το φόβο μην του πάρουν τη φωνή και τον αφήσουν μουγκό κι αλλήθωρο, σαν τον Στέλιο τον Ζαβό, πήγαινε συνέχεια στις γλάστρες. Κατούραγε ευθεία στις πιπεριές, να τις ξεράνει, να βρίζει χωρίς τον φόβο τους. Μόνο το σκούξιμο του γκιώνη τον καθησύχαζε.

Κοντά στα μεσάνυχτα, άκουσε την πόρτα της κουζίνας ν’ ανοίγει· σώθηκα, σκέφτηκε κι έτρεξε να μπει. Η μεγάλη του αδερφή, η Ειρήνη, είχε μισανοίξει για να του δώσει δυο ψητές πατάτες να κόψει την πείνα του κι έκλεισε γρήγορα μην την ακούσουν. Ο Γιώργης στην αυλή, με δυο πατάτες στα χέρια και το ρολόι της εκκλησίας χτυπούσε δώδεκα. Ξέμεινε απ’ το θάρρος που τον είχε χρίσει αρχηγό στη συμμορία της γειτονιάς κι ας ήταν μόνο δέκα χρονών.

Ανάμεσα στους κανόνες του σπιτιού και στις θυσίες που απαιτούσε το αρχηγιλίκι, αυτός διάλεγε τις θυσίες και σκασίλα του που το πλήρωνε ακριβά. Σαν ήρωα θα τον θυμούνταν όλοι και θα τον έκλαιγαν καιρό, τώρα που θα τον έτρωγαν οι λάμιες και τα φαντάσματα, σκέφτηκε. Μωρέ να σας τον χέσω τον ήρωα, που θ’ αφήσω τα κοκαλάκια μου εδώ. Έφτασε μ΄ ένα σάλτο στον ξυλόφουρνο, έσυρε τη μαντεμένια πόρτα και χώθηκε μέσα. Την έκλεισε ως τα μισά, να μην σκάσει. Άπλωσε το κορμί του, ακούμπησε δίπλα στο άνοιγμα το μπράτσο του για μαξιλάρι κι άρχισε να μασουλάει τη μια πατάτα.
Ήταν στενάχωρα μες στο μπουντρούμι, με τον μαύρο θόλο, ποτισμένο απ’ η μυρωδιά του καμένου ξύλου, μα ήταν πιο ήρεμος. Τα μάτια του έλεγχαν την αυλή και το περιβόλι με τα ξινά, που έχασκε μαύρο σαν την κόλαση. Το περιβόλι ήταν το βασίλειό του. Η μάνα ξερίζωνε τα αγριόχορτα, ο πατέρας πέρναγε με ασβέστη τους κορμούς κι έσκαβε γούρνες γύρω τους – οι μέρες που πότιζαν ήταν οι καλύτερές του. Κάτω από μια λεμονιά είχε στήσει το λημέρι του, φτιαγμένο από ξύλινα τελάρα. Εκεί φύλαγε τους θησαυρούς του: γυαλόπετρες, βότσαλα, δυο αυτοσχέδιες σφεντόνες, μαζί με λειψά τεύχη της Μάσκας που αντάλλασσε με τους φίλους του· όλα κλεισμένα σε τενεκεδένια κουτιά.

Πιο πέρα οι δυο τσιμεντόλιθοι που ‘χε για στόχους – με τη σκληρή προπόνηση που έκανε εκεί, έβγαινε πάντα νικητής στους αγώνες για το πιο μακρινό φτύσιμο και κατούρημα. Ο φράχτης από κοτετσόσυρμα πνιγόταν σε αναρριχώμενα που δε γνώριζε τ΄όνομά τους. Μόνο αυτό στην ανατολική πλευρά, με τα στρογγυλά μπλε λουλούδια και τους μαύρους δείκτες που ακολουθούσαν τον ήλιο, ήξερε πως το ‘λεγαν «Ρολογιά».

Εκεί γαντζωνόταν τον τελευταίο καιρό και κατασκόπευε τη Φρόσω, την καινούργια νοικάρισσα που έμενε δίπλα και συνήθιζε ν’ απλώνει στο σχοινί με το «καμπινεζόν» – κάπως έτσι το έλεγε η μάνα του με ξινίλα στα μούτρα. Πού την έβρισκε την ξινίλα; Εκείνος όταν την κοιτούσε γλυκαινόταν και τον έπιανε ένα μυρμήγκιασμα χαμηλά στην κοιλιά. Ακόμη κι απόψε, παρόλη την τρομάρα, ετούτη η στρογγυλή φυλακή, τού θύμισε το κορμί της. Το στόμα του μέλωσε μόλις χώθηκε στο σταχτί σκοτάδι και τη θέση του φόβου πήρε εκείνη η ύπουλη ταραχή χαμηλά στην κοιλιά που τον ξύπναγε απότομα τις νύχτες.

Εδώ και λίγες μέρες, υπέφερε στη θέα της γειτόνισσας. Εκτός απ’ την ταραχή είχε κι έναν σφιχτό πόνο στο πουλί του να τον ταλαιπωρεί για ώρα. Στη σκέψη της γέμισε το στόμα του σάλια που δεν ήταν από την πατάτα που μασούσε· την άλλη την κράταγε δυνατά λες και θα τον έσωνε απ’ τον θάνατο εκείνης της ανάμνησης:

Την έφερε στο νου του όπως την είδε, καταμεσήμερο, λίγες μέρες πριν. ‘Εκαιγε ο τόπος και ο Γιώργης είχε ξεγλιστρήσει από τον υποχρεωτικό ύπνο. Χωμένος στο λημέρι του, άκουσε νερά να πέφτουν στο μωσαϊκό της πλαϊνής αυλής. Σύρθηκε στη Ρολογιά και κόλλησε τα σκούρα μάτια του απέναντι. Η Φρόσω έριχνε πάνω της νερό μ’ ένα μπακιρένιο κατσαρόλι. Το άσπρο νυχτικό, βρεγμένο εδώ κι εκεί, έγλυφε τον πισινό της και φανέρωνε τα φουντωμένα στήθια με τις κόκκινες ρώγες. Τα μαλλιά, καστανές γλώσσες που κόλλαγαν στην πλάτη της. Η ζωή του σταμάτησε. Μόνο το νερό έτρεχε πάνω της κι έφτιαχνε μια λίμνη που άστραφτε στο λοξό φως. Μια λίμνη που χάιδευε τις ρόδινες φτέρνες της.
Η νύχτα βάθαινε.

Έκλεισε τα μάτια του κι έσφιξε στο στέρνο την πατάτα που του ‘χε απομείνει. Βούλιαξε αργά στις στάχτες ενός ύπνου που μύριζε ψωμί με καμένη ζάχαρη και τον οδήγησε στην γυμνή αγκαλιά μιας γυναίκας.

Ο ήλιος ήταν ψηλά, όταν ο πατέρας άνοιξε τον φούρνο διάπλατα: « Άιντε, Λάζαρε. Δεύρο έξω», φώναξε με γελαστά μουστάκια.

Τον σκότωσε τον Γιώργη το απότομο ξύπνημα. Το σκληρό φως ξέπλυνε απ’ το κορμί του τα χάδια και τη γεύση της γυναίκας του φούρνου. Η γυναίκα δεν είχε πρόσωπο, μα ήταν σίγουρος πως είχε τα πράσινα μάτια της Φρόσως.

Από κείνη τη μέρα, χωνόταν διαρκώς στο σώμα του φούρνου – πιο πολύ τα μεσημέρια που τα κρύα απομεινάρια της φωτιάς δρόσιζαν τον καημό του. Η μάνα από ανησυχία κι ο πατέρας με κρυφή περηφάνια θέλησαν να τον τρομάξουν με την πιθανότητα ν’ ανάψουν φωτιά χωρίς να ξέρουν πως είναι μέσα. Ο Γιώργης, σήκωσε αδιάφορα τους ώμους κι έτρεξε στο λημέρι του.

Καμιά φωτιά δεν μπορούσε να τον κάψει περισσότερο απ’ το νερό που στάζει από το κορμί μιας γυναίκας, στο λοξό φως του μεσημεριού.


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: