frear

Η Μαρίτσα – της Χριστίνας Ντούση

O Θεόδωρος ο αρκτοσύρτης διένυε το τρίτο έτος φυλάκισης του. Ήταν μόλις 24 ετών, αλλά είχε ήδη καταλάβει πως λειτουργούσε ο κόσμος τούτος. Γιός σιδερά από το Μέγα Ρεύμα, ανυπάκουος από μικρός, είχε αρνηθεί να μπει στη συντεχνία του πατέρα του: ίδρωνε ο γέρο Σέργιος 18 ώρες την ημέρα για να πάρει τη δουλειά έτοιμη ο μεγαλοσιδεράς της περιοχής και την παχυλή αμοιβή από το παλάτι, κι εκείνος τα ψίχουλα. Πέντε παιδιά μετρούσε η οικογένεια, όλα κορίτσια πλην του Θεόδωρου. Τις ελπίδες που εναπόθεσαν πάνω του, τις απέσεισε νωρίς. Δούλεψε παντού, αλλά πουθενά δε στέριωσε: χαμάλης στο λιμάνι, εποχικός εργάτης στα κτήματα του αυτοκράτορα, κωπηλάτης στις γαλέρες.

Βρήκε το κάλεσμα του σ’ ένα μπουλούκι μίμων, περαστικών από τη Βασιλεύουσα. Στην αρχή ανέλαβε το στήσιμο των σκηνικών, μετά επεκτάθηκε σε όλη τη φροντίδα του θιάσου και της παράστασης και στο τέλος, όταν μια βραδιά αρρώστησε ο δευτεραγωνιστής, πήδηξε στη μέση της σκηνής και είπε το ρόλο νεράκι. Γύρισε όλη την αυτοκρατορία έτσι, τέσσερα ευτυχισμένα χρόνια, ελεύθερος και δημιουργικός. Αυτό ακριβώς ήταν που δεν άρεσε στην Εκκλησία, πανταχού παρούσα και τα πάντα ορούσα. Από άμβωνος εξαπέλυε μύδρους και κατηγορούσε για παγανισμό και ειδωλολατρία. Αποδεκατίστηκαν σιγά σιγά οι θίασοι, σκόρπισε το κοινό, οι καλόγεροι παρείσφρεαν στις παραστάσεις και αποδοκίμαζαν. Η ταφόπλακα μπήκε με τη Σύνοδο . Απαγόρευσε επισήμως τους μίμους και «τα τούτων θέατρα… και ταις επί σκηνής ορχήσεις». Βρέθηκε ξανά στο δρόμο ο Θεόδωρος, πένης και πλάνητας. Σκέφτηκε να πάει μοναχός, να γελάσει και το παρδαλό ερίφιο, αλλά δεν ενέδωσε στον πειρασμό να κάνει τη ζωή των καλογέρων κόλαση.

Γύρισε για λίγο στο πατρικό του και έτσι τα φέρε η μοίρα που τον έριξε μπροστά στη Μαρίτσα και το αφεντικό της. Σκούρα καφέ και πελώρια, χόρευε με χάρη στο ρυθμό του ντεφιού και στο τέλος έκανε υπόκλιση και μάζευε και το φιλοδώρημα. Αν τολμούσες, ας μην έδινες φιλοδώρημα στην αρκούδα, αυτό ήταν το επιχείρημα του αφεντικού και έπιανε τόπο. Πήρε να βοηθά στις παραστάσεις, να περιποιείται τη Μαρίτσα, να καραδοκεί μην εμφανιστούν οι μοναχοί ή οι στρατιώτες του αυτοκράτορα. Ο Κανόνας αριθμός 61 της Συνόδου απαγόρευε ««τους τας άρκτους επισυρόμενους, ή τοιαύτα ζώα, προς παίγνιον και βλάβην των απλουστέρων και τύχην και ειμαρμένην και γενεαλογίαν,… τους τε λεγομένους νεφοδιώκτας, και γητευτάς και φυλακτηρίους και μάντεις».

Ο Θεόδωρος δεν άργησε να καταλάβει ότι τα χρήματα δε βγαίναν από τις σποραδικές εμφανίσεις της Μαρίτσας, αλλά από το τρίχωμα της. Μέγα αντιβασκανικό το ματσάκι με τις αρκουδότριχες, έκαναν ουρά οι γυναίκες ν αγοράσουν το μεταξοδεμένο μασουράκι. Έφτιαχνε φυλακτά για το μάτι την ημέρα ο Θεόδωρος και μοσχοπουλούσε το βράδυ. Το αφεντικό τους άφησε χρόνους μια παγωμένη νύχτα του Φεβρουαρίου του 692 και έμεινε η Μαρίτσα στο Θεόδωρο. Η φήμη του έφτασε πέρα από το Μέγα Ρεύμα, στις συνοικίες του Ιερού Παλατιού και του Ιπποδρόμου και σύντομα άρχισαν να καταφτάνουν σε αυτόν τα δουλικά από τα πλουσιόσπιτα σταλμένα από τις κυράδες τους. Το μάτι χτυπούσε παντού, πλούσια και φτωχά σπίτια. Η Εκκλησία λυσσούσε, μαγγανείες τα λέγε, αφόριζε, καταδίκαζε αλλά όλοι είχαν να διηγηθούν μια ιστορία για «τον τάδε που έλιωσε σαν κεράκι σε μια μέρα» ή «για τον δείνα που τον κοίταξε γαλανομάτα και αρρώστησε». Τον ορμήνευε η μάνα του να φυλάγεται από τους αφέντες, να μην ξανοιχτεί στη νέα πελατεία, μα του Θεόδωρου του καλάρεσε που έμπαινε στα σαλόνια, έστω και μέσω των φυλακτών του. Για πότε βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα του Ανεμά, ούτε που το κατάλαβε. Μόνο 6 μήνες αργότερα έμαθε πως εκείνο το φυλακτό με τη μωβ κορδέλα που παρήγγειλε και πήρε μια χαμηλοβλεπούσα υπηρέτρια, προοριζόταν για την κόρη της οικονόμου του Πατριάρχη Παύλου. Είχε πέσει άρρωστη και γιατρειά δεν έβλεπε. Τσάκωσε την οικονόμο ο ίδιος ο Πατριάρχης την ώρα που λεγε την ευχή κρατώντας το φυλαχτό και την ίδια μέρα έστειλε να συλλάβουν τον Θεόδωρο. Το κορίτσι έγιανε, του είπε η αδελφή του που του φερε τα μαντάτα στη φυλακή.

Εκείνο το γλυκό σούρουπο της άνοιξης του τρίτου έτους της φυλάκισης του, ο Θεόδωρος στεκόταν πίσω από τα κάγκελα και κοιτούσε νοσταλγικά τη θάλασσα που λαμπύριζε. Ήθελε να γίνει πουλί και να πετάξει μακριά απ’ τ’ ανθρώπινα. Τον ρεμβασμό του διέκοψε η αμπάρα της πόρτας του κελιού που σηκωνόταν. Ένα μακρύ μαύρο ράσο γέμισε το χώρο και όταν η κουκούλα σηκώθηκε, ο Θεόδωρος αντίκρισε ένα σπανό, χλωμό πρόσωπο. «Είμαι ο Βασίλειος, ο πρώτος γραμματικός του Πανιερωτατου Παύλου». Πολλά ήθελε να πει ο αρκτοσύρτης, αλλά αρκέστηκε να τον κοιτάξει σιωπηλά. Περίμενε. Ο γραμματικός δυσκολευόταν. «Ο Πάνσεπτος έχει μια δυσκολία αυτό τον καιρό». Σιωπή από την άλλη πλευρά του κελιού. «…και ζητά τη βοήθεια σας… Τίποτα δε βρίσκουν οι γιατροί του Αυτοκράτορα, αλλά ο Πατριάρχης λιώνει μέρα με τη μέρα… Είστε η τελευταία μας ελπίδα…» «Ο Πάνσεπτος το ξέρει αυτό;» ρώτησε με ένα ίχνος ευθυμίας στο βλέμμα ο Θεόδωρος. Ένεψε πως όχι ο γραμματικός. Πήρε βαθιά ανάσα ο αρκτοσύρτης «θα βοηθήσω με έναν όρο: να το μάθει». Γύρισε την πλάτη του, κι έβγαλε απ το ρούχο του το τελευταίο ματσάκι με αρκουδότριχες.

Τρεις μέρες μετά ο Πατριάρχης λειτουργούσε στην Αγιά του Θεού Σοφία, μεγάλη η χάρη Της, και ο Θεόδωρος μεταφερόταν σε καινούργιο μπουντρούμι, στην Προύσα.


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Δείτε την ύλη του έντυπου τεύχους μας εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη