Τον Αιγύπτιο ποιητή Φουάντ Ταμάν εθεασάμην δις σε δύο εκδηλώσεις-«ποιητικές βραδιές», που οργάνωσε, πριν από μερικούς μήνες, το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού στην Αλεξάνδρεια. Άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, με κριτική φιλολογική οξυδέρκεια, όχι σπουδαιότερη κοινού ποώδους φυτού, τον πλησίασα, κατά τη διάρκεια της τελευταίας εκδήλωσης, μετά το πέρας του κύκλου των αραβόφωνων απαγγελιών και πρότεινα με θάρρος το χέρι μου προς το μέρος του, κατορθώνοντας να του αποσπάσω μια «θερμή» χειραψία χαιρετισμού. Του εξέφρασα αγγλιστί το ενδιαφέρον μου για την ποίησή του, ρωτώντας τον αν υπήρχε μετάφραση των ποιημάτων του στα αγγλικά, γιατί δεν γνώριζα αιγυπτιακά. «Ξέρετε τουλάχιστον λίγα;» με ρώτησε με ένα τόνο παρότρυνσης – κέλευσμα προς την κελαρυστή πηγή της μητρικής του γλώσσας ερωτικό. «Λίγες λέξεις μόνο» αποκρίθηκα. Αν ήξερα, σκέφτηκα, μάλλον δε θα καταλάβαινα τίποτα περισσότερο. Μου ανέφερε, λοιπόν τότε, ότι όντως είχε κυκλοφορήσει ένα βιβλιαράκι που περιείχε ορισμένα ποιήματά του σε αγγλική μετάφραση, με ρώτησε το όνομά μου, το οποίο ευθύς μετά την απόκρισή μου επανέλαβε με στόμφο – το μικρό μου όνομα εννοείται – και μου υποσχέθηκε ότι την επόμενη εβδομάδα θα προσκόμιζε το βιβλιαράκι στο διευθυντή του ιδρύματος για εμένα προσωπικά. Ωστόσο, την επόμενη και τη μεθεπόμενη εβδομάδα ρώτησα σχετικά το διευθυντή του ιδρύματος, ο οποίος με διαβεβαίωσε ότι δεν του είχε παραδοθεί τίποτα από τον εν λόγω ποιητή.
Είχα πραγματικά θαυμάσει τον ηλικιωμένο αυτό εραστή της ποίησης, καθώς απάγγελνε και ήταν το στόμα του γεμάτο από λέξεις ζωντανές έτοιμες να πετάξουν, παρατηρούσα το γερασμένο, σχεδόν σαραβαλιασμένο παράστημά του, το ρυτιδωμένο πρόσωπο, τους μεγάλους – στα διεσταλμένα αλλοίθωρα μάτια του – φακούς, το χαμόγελο στη φωνή, μια φωνή ζεστή που ένωνε τις λέξεις με τα υλικά πράγματα, που άπλωνε εμπρός μας τον κόσμο σε ένα πράο νόημα, που κυμάτιζε με ζωηρότητα και συνέπαιρνε και συναιρούσε τον κόσμο σε ένα πνεύμα. Η ακροτελεύτια μάλιστα λέξη του τελευταίου ποιήματος που άκουσα να απαγγέλνει, ήταν «Μπάχρ» δηλαδή «θάλασσα». Την είπε με όλο του το πρόσωπο, με τη συγκαταβατική αποδοχή όλου του σώματός του. Σα να έλεγε «γιατί Εσύ αγαπημένη είσαι θάλασσα και τι άλλο θα μπορούσες να είσαι παρεκτός από θάλασσα». Κάπως έτσι θα είναι οι ποιητές, συλλογιζόμουν. Μαρτυρούν ότι ο λόγος των ανθρώπων είναι ζωντανός και δραστικός, είναι μάλλον ζείδωρος.
Πολλά χρόνια πριν, επίσης, φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, κατασκόπευσα με δέος το Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Περπατούσα μόνος κατά μήκος της Τσιμισκή και είδα ξαφνικά μπροστά μου το γηραιό ηφαίστειο – ογδονταετή περίπου – να βαδίζει με γοργό βήμα. Τον ακολούθησα με την ψυχή στο στόμα μέχρι και τα κεντρικά γραφεία του ΟΤΕ, όπου με φωνή ζωηρή, όλο ανάταση αρχίνισε μιαν εύθυμη ηχηρή συνομιλία με κάποιον ταμειακό υπάλληλο, καθόλη τη διάρκεια που διαδραματίζονταν οι γραφειοκρατικές δοσοληψίες του. Ποιoς ήμουν εγώ εκεί και τι ματαίως – ανέλπιστα γύρευα σαν απορφανισμένος μπροστά σε έναν υπερήλικα, που δε δίσταζε ενίοτε να διακωμωδεί, με κέφι, της φύσης τα καμώματα και να ομολογεί παιδαριωδώς ότι πολλές φορές πλέον αδυνατούσε να συγκρατηθεί και βρεχόταν; To δίχως άλλο αναζητούσα έναν πολιό, Παλαιό των Ημερών Πατέρα, έναν πελώριο, ευρύστερνο και πολύχωρο Πατέρα, την κερήθρα του Λόγου την αμόλυντη, τον δυνατό, τον φλύαρο του μύθου και της ιστορίας αφηγητή.
Καθώς αναλογίζομαι όμως σήμερα την παγερή, χιονισμένη, καταλάμπουσα κορυφή της κεφαλής του μεγάλου θεσσαλονικιού λογοτέχνη, γέρνω με πόνο στην ενθύμηση του δικού μου σαρκικού πατέρα, του ενός και μοναδικού στον κόσμο πατέρα μου, που επίμονα και αστόχαστα ίσως, από μια ηλικία και ύστερα, συνήθισα να λησμονώ. Αιχμηρή και επώδυνη είναι σήμερα η επίγνωση ότι το μοναδικό, τον αληθινό μου πατέρα, απέτυχα να σώσω και να σωθώ κοντά του, ότι με βίους παράλληλους πορευθήκαμε, με την ψευδαίσθηση ότι κάποτε ξεπεράσαμε ο ένας τον άλλο. Όχι πατέρα μου δεν σε έχω ξεπεράσει!
Ενθυμούμαι, επίσης, την κάμαρά μου στις Σαράντα Εκκλησιές την ανήλιαγη, όπου έζησα έναν χρόνο, πριν έρθεις και πάλι εσύ για να σηκώσουμε μαζί το βάρος της μετακόμισης. Σε απόσταση ενός περίπου μέτρου από το μικρό στενό μπαλκονάκι μου, ορθωνόταν ένας ανισομεγέθης γιγάντιος βράχος και στο μεταξύ αυτών διάστημα άπλωνε τα κλαδιά της απογυμνωμένα – αυτήν τη χειμωνιάτικη εικόνα διατηρώ – μια συκιά. Κάποιο πρωΐ που είχα κρεμάσει έξω λίγα ζευγάρια κάλτσες και εσώρουχα για να στεγνώσουν, στάθηκα στο γραφείο μου απέναντι – στο βάθος του δωματίου – και άρχισα να διαβάζω ψιθυριστά άρθρο τοπικής εφημερίδας, του οποίου η επικεφαλίδα είχε προκαλέσει την προσοχή μου. Δύο αγόρια δωδεκαετή, αντί να μεταβούν στο σχολείο τους, επισκέφτηκαν το αεροδρόμιο της Μίκρας και παρέμειναν εκεί για 48 ώρες incognito, αγνοούμενοι, κορυφώνοντας την αγωνία των οικείων τους που τα αναζητούσαν απελπισμένοι. «Και τι κάνατε εκεί;» τους ρώτησε ο δημοσιογράφος. «Πίναμε νερό μόνο και βλέπαμε τα αεροπλάνα να προσγειώνονται και να απογειώνονται. Όταν μεγαλώσουμε θα γίνουμε πιλότοι.»
Και ακόμα πιο πίσω στο χρόνο γυρνώ, στο Πάσχα του πυρηνικού ατυχήματος του Τσερνομπίλ. Είναι Μεγάλο Σάββατο βράδυ, είναι η Κυριακή του Πάσχα μετά τα πρώτα Χριστός Ανέστη και τις φωτοβολίδες, σε έναν λοφίσκο πευκόφυτο, στα Περιβολάκια της Ραφήνας, στο εξοχικό σπίτι το λυόμενο, όπου ο πατέρας μου ανέζησε σε πλήρη δημιουργία και δραστηριότητα, μετά την παραίτηση του από την Εθνική Τράπεζα, τη συνταξιοδότηση και το έμφραγμα του μυοκαρδίου. Στο γιορτινό μεταμεσονύχτιο τραπέζι, καθισμένοι όλοι οι μη εξαιρετέοι της οικογένειας, εκτός από τον παππού μου το Δημήτρη, το δάσκαλο, που είχε αποδημήσει στο χωριό το προηγούμενο καλοκαίρι και αναπαύονταν πλέον στον τόπο του, κοντά στο υποστατικό του∙ εκτός από εμένα, που μόλις είχα ενηλικιωθεί και τον αδελφό μου, που είναι μεγαλύτερός μου. Εκείνη την ώρα, λοιπόν, την κεντρική, την τόσο ευαίσθητη, τη συμπυκνωμένη στα λατρευτά εδέσματα και τα πρόσωπα του παππού μου, εκείνη την ώρα της μνημόνευσης από τους συνδαιτημόνες του ονόματός του, ακούστηκε ξαφνικά χτύπος στην πόρτα της εισόδου, τρεις φορές, από ανθρώπινο χέρι. Ο πατέρας μου, με τον άκρατο ορθολογισμό του, είχε τη δυνατότητα, από τη θέση του, να εποπτεύει εμβρόντητος μέσω του μεγάλου παραθύρου την είσοδο, όπου δε φαινόταν κανείς. Η πόρτα, ωστόσο, αντήχησε πάλι πιο δυνατά και επιτακτικά. Και τέλος το χτύπημα επαναλήφθηκε με έναν πολύ ισχυρό κρότο, που έγινε αισθητός – όπως επιβεβαιώθηκε την επομένη – και στις γειτονικές οικίες. Οι συγγενείς μας, όπως ήταν φυσικό, αναστατώθηκαν πολύ και ο θείος μου, ο οποίος έμμελε – κατόπιν σύντομης ασθενείας – να διαπορθμευτεί, εντός ενός ή δύο ετών, στην αντίπερα όχθη, δήλωσε ότι τέτοια τρομάρα δεν είχε δοκιμάσει ούτε όταν πολεμούσε στον εμφύλιο.
Στον σπαρακτικό εμφύλιο, στη μεγαλύτερη φρίκη της Ελλάδας, ο πατέρας μου ήταν ασυρματιστής στον Εθνικό Στρατό. Είχε την ιδιαίτερη ευλογία, από ένα τυχαίο γεγονός, να επιλεγεί ως ασυρματιστής και να μη χρησιμοποιήσει όπλο. Η σχέση του – στην ενθύμησή μου– με τα όπλα συνδέεται με μιαν ειρηνική, εξωπολεμική περίοδο, όπου έκανε με τους φίλους του κυνηγητικές εξορμήσεις και «πάλευε» με τα στοιχεία της φύσης. Μπεκάτσες, τσίχλες, ορτύκια, αγριόπαπιες, αγριογούρουνα: ονόματα που συνδέονταν με κυνηγητικές εκστρατείες. Δώδεκα χρονών περίπου τον ακολούθησα, μαζί με τον πολύ αγαπητό φίλο του, το θείο μου το Σπύρο, πρώτο ξάδελφο της μητέρας μου, του αντίπαλου στρατοπέδου, κομμουνιστή. Ξεκινήσαμε νύχτα για να προλάβουμε να φτάσουμε χαράματα στη Νεμέα, όπου θα κυνηγούσαμε τσίχλες. Όταν φτάσαμε, πήγαμε καταρχήν στο καφενείο του περίφημου Αποστόλη, γνώριμου του πατέρα μου από τότε που υπηρετούσε ως διευθυντής στο εκεί υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας. Εκεί βρήκαμε κατασκηνωμένο και το υπόλοιπο ασκέρι των επίδοξων κυνηγών. Αφού μας τράταρε κάτι για να ζεσταθούμε, ο Αποστόλης με τα παμπόνηρα χαρακτηριστικά της αλεπούς και τα θολά μάτια, μας έδωσε το γενικό πρόσταγμα για να ξεκινήσουμε την επιθετική πορεία μας και να πιάσουμε εγκαίρως, πριν το πουρνό, τους τόπους μας. Ντόρος μεγάλος ακολούθησε, φωνές επιβαινόντων με βιασύνη στα οχήματα, σάλος, χλιμίντρισμα μηχανών που έπαιρναν μπροστά, και ύστερα ο κουρνιαχτός πίσω από τα οχήματα που σέρνονταν με τη δεύτερη ταχύτητα στους χωματόδρομους. Σύντομα ήμασταν όλοι παραταγμένοι, σε επίλεκτα πόστα, ο καθείς και το όπλο του, με τις παλάσκες μας, με τα φυσίγγια μας και ορισμένοι με τρομαχτικά τσιγκέλια στερεωμένα στις ζώνες τους. Εγώ κρατούσα ένα μονόκανο όπλο του παππού μου, της δεκαετίας του ’40, με πολύ μικρή διάμετρο, που έπαιρνε φυσίγγια αρκετά μικρότερα στο μέγεθος από εκείνα των υπόλοιπων όπλων. Σε λίγο, με το γλυκοχάραμα, άρχισε το πολύκροτο πανηγύρι, κάποιες τσίχλες όλο και ξεπετάγονταν από εδώ και από εκεί. Αρχικά στεκόμουν πλάι στον πατέρα μου, στη συνέχεια και παρά τις νουθεσίες του ξεμάκρυνα, γιατί με προλάβαιναν πάντα οι άλλοι, με τα ισχυρότερα όπλα και πυρομαχικά τους. Ήμουν καλός σκοπευτής – έτσι πίστευα – και ήθελα να δοκιμάσω την τύχη μου, μόνος ενώπιον των ελεύθερων, των αδούλωτων πτηνών. Ξαφνικά εντόπισα ανάερα επιτέλους το δικό μου θήραμα, σκόπευσα και μετά την εκπυρσοκρότηση του όπλου μου, το είδα να πέφτει απότομα, κατακόρυφα. Δεν πρόσεξα, δεν άκουσα, όμως, φαίνεται πως από την αντίθετη πλευρά, είχε αντηχήσει σχεδόν ταυτόχρονα και έτερη τουφεκιά. Έτρεξα πλήρης ενθουσιασμού φωνάζοντας «είναι δικό μου το πουλί, εγώ το τουφέκισα». Μόλις που πρόλαβα να το σηκώσω ματωμένο από το χώμα, νά’ σου μπροστά μου λαχανιασμένος ο Αποστόλης, θηριώδης, μαινόμενος. «Τι κάνεις μωρέ εκεί, δικιά μου ήταν η τουφεκιά, τι σε φέρανε εδώ μωρέ, κλέβεις πουλιά;» Καταρχήν σκιάχτηκα, ένοιωσα ανατριχίλα σύγκορμα από το φόβο, αισθάνθηκα πως αν η κατηγόρια του αποδεικνυόταν αληθινή, σίγουρα τότε η πράξη μου αυτή θα συνιστούσε ιδιώνυμο αδίκημα – και δεν ήξερα τότε τι σήμαινε η λέξη «ιδιώνυμο». Στη συνέχεια, χωρίς να δώσω καμία απάντηση πήρα το πουλί και το έβαλα στα πόδια. Με φτερά πλέον στα πόδια ζύγωσα – χωρίς καλά καλά να το καταλάβω – το πόστο του θείου μου του Σπύρου. Έριχνε τουφεκιές πολλές εις μάτην και χαρακτήριζε με παράφορες βρισιές ως «πουτάνες!» τις ελεύθερες, τις αδούλωτες τσίχλες της Νεμέας.
[Πρώτη δημοσίευση. Η φωτογραφία είναι του Jindřich Štreit.]