Ο ίδιος ήταν ζωγραφικός και αθώος. Έμοιαζε με τα πελασγικά αγάλματα και ανέβλυζε τη μυρωδιά των περιβολιών. Σταθήκαμε όλοι και περιεργαστήκαμε για τόσους αιώνες τη διαύγειά του, εκτιμήσαμε τις δυνατότητές του και τέλος αποχωρήσαμε με τη φοβερή αυτοπεποίθηση των ηττημένων. Τίποτε δεν είπαμε. Ούτε αν αποτύχαμε, ούτε αν κάποιος από εμάς τα κατάφερε και πέρασε το ποτάμι. Δοθήκαμε βορά στις μέρες, γυρέψαμε ησυχία στα μεγάλα βιομηχανικά τέμπερ ή τους κολοσσούς των προαστίων που εισάγουν καφέ, φρούτα και πλαστικές πρώτες ύλες. Αν κανείς ποτέ μας ρωτούσε για πράγματα, όπως το φιλί της ή η στάση του σώματός πριν την ανακάλυψη, εμείς σκύβαμε τα πρόσωπα, σαν από ντροπή και έτσι θολοί συνεχίζαμε το δρόμο προς τις ταβέρνες και τα σπίτια μας. Ήταν αβάσταχτο γιατί κανείς μας δεν μπορούσε να ξεχάσει για δικό του λογαριασμό που μας αποχαιρετούσαν από τους σταθμούς, τα κορίτσια μας στους σταθμούς και έπειτα σε δεύτερο πλάνο, η εναλλαγή του φιλμ και ορίστε τα κορίτσια των κόκκινων ναύλων στις τουριστικές φωτογραφίες. Δεν λυπόταν ποτέ ο άνθρωπος εκείνος και αν ήθελε να κλάψει άφηνε τότε μικρές νύμφες που έβγαιναν από τα βάθη των ματιών του και αργά μα σταθερά, ήταν τόσες οι πεταλούδες, έμπαιναν μες στα σπίτια, σπάζαν τα παράθυρα. Έλεγαν εκείνος ο άνδρας λυπήθηκε ξανά και για αυτό, ίσως, οι πεταλούδες φλέγονται ή στέκουν ρωπογραφικές πάνω στα έπιπλα. Όμως ο άνδρας θρηνούσε και δεν αργούσαν οι πεταλούδες να γίνουν θραύσματα που συντρίβονται, όπως στις πολύ υψηλές θερμοκρασίες των αναρίθμητων βαθμών.
Οι ήλιοι που γέρνουν όλη την ημέρα, καλιφορνιακά απογεύματα, ατέλειωτοι αυτοκινητόδρομοι και τα σπλάχνα του κόσμου.Ο άνδρας σφυρηλατεί το ειδώλιό της στο μέσον του αρχαίου θεάτρου. Το όνομά αυτής Ιώ, Βικτωρία ή Ανδριανή. Ό,τι απέμεινε από εκείνο το δράμα, απαντάται στα ερείπια της Μεσογείου, στις σκυφτές σκιές και τα ησυχαστήρια των πιο θρυλικών ταγμάτων.
[Πρώτη δημοσίευση. Το έργο είναι του φωτογράφου Gregory Crewdson.]