Εγώ έφταιγα. Έτσι πίστευα σαράντα τόσα χρόνια. Πως ήταν δικό μου σφάλμα.
Τώρα σκέφτομαι διαφορετικά και το αποδίδω σε μία νοσηρή κληρονομική προδιάθεση, όσο κι αν φαίνεται ανόητο. Μια κατάρα από την οποία πρέπει να απαλλαγώ.
Τυχαία έμαθα τελευταία και την ιστορία των γονιών μου που μου τη φύλαγαν κρυφή. Ήρθε και έδεσε.
Γιατί η μάνα μου βρήκε να ερωτευτεί το μόνο πρόσωπο στο χωριό που είχε φυματίωση. Τον απέφευγαν όλοι μην κολλήσουν και εκείνη πήγε στον πατέρα της και του εκμυστηρεύτηκε τον έρωτά της. Ο παππούς της θύμισε το πασίγνωστο κουσούρι του άντρα. Δεν ήθελε να τον ακούσει. Έλεγε πως ήταν συκοφαντίες.
Και τι έκανε τότε ο κακός άνθρωπος; Τον κάλεσε την επομένη σε γεύμα επίσημο, στο σπίτι μας, και εκεί τον ρώτησε στα ίσια αν ευσταθούν οι φήμες πως ήταν άρρωστος.
Αναγκάστηκε να το παραδεχθεί. Δικαιολογήθηκε όμως πως έκανε θεραπεία και πως τον είχαν ενθαρρύνει οι γιατροί. Ότι του ’χανε δώσει ελπίδες.
Μόλις έφυγε ο φυματικός, η μητέρα μου πήρε αμέσως το πιάτο του από το τραπέζι και πήγε στην πλακόστρωτη αυλή όπου το ’σπασε με μέγα πάταγο μπροστά σ’ όλη την οικογένεια. Το ’κανε χίλια κομμάτια. Χάρηκε ο παππούς μου. Ανακουφίστηκε.
Την ίδια χρονιά η μάνα μου τον παντρεύτηκε. Στα τρία χρόνια γάμου, ο πατέρας μου πέθανε από την αρρώστια του. Κι εγώ, όπως κι η αδελφή μου, έμεινα ορφανή. […]
Η συνέχεια στην έντυπη έκδοση του περιοδικού (Φρέαρ, τχ. 2) που κυκλοφορεί.