Τη μέρα που σταμάτησα να ψάχνω τη μαμά, εκείνη εμφανίστηκε στην πόρτα μου. Χτύπησε απαλά με την ανάστροφη κι όταν της άνοιξα δεν έβγαλε μιλιά. Φορτωμένη ψώνια, έτρεξε στην κουζίνα, άναψε τα μάτια όλα κι έπειτα τον φούρνο. Σε μια μεγάλη κατσαρόλα έβαλε χοιρινό με σέλινο, στην άλλη μια χούφτα κιμά, μαζί με κάστανα, βερίκοκα ξερά και κουκουνάρι, σ’ ένα ταψί ολοστρόγγυλο τη γαλοπούλα με μυρωδικά και πορτοκάλι. Ώρες της μίλαγα χωρίς να μου αποκρίνεται κι έτσι, όταν εξαντλήθηκα, κάθισα ήσυχη σε μια καρέκλα, να τη βλέπω: σβέλτη και πάντα αθόρυβη, έφερνε βόλτα την κουζίνα, όπως θυμόμουν. Προσπάθησα μια-δυο φορές να την αγγίξω, όμως το χέρι μου διαπέρασε τις σάρκες της, που ήταν καυτές, σαν τον αχνό απ’ τα φαγητά που ετοίμαζε. Εγκαταλείφθηκα, έτσι, στην εικόνα της και υπομονετικά περίμενα. Λίγο αργότερα, μου έστρωσε τραπέζι γιορτινό. Βρήκε το καλό σερβίτσιο που ‘χα τυλίξει σε μια νάυλον σακούλα απ’ το Μινιόν, έβγαλε ένα —μονάχα— πιάτο κι έπειτα πήρε απ’ το ντουλάπι ένα ψηλό κρυστάλλινο ποτήρι. Μου ‘φτιαξε μια γενναία μερίδα και όρθια στάθηκε επάνω απ’ το κεφάλι μου. Ήθελα να της πω πως πλέον σπάνια πεινούσα, μα ανοίγοντας το στόμα μου με διέκοψε, αυστηρή: «Να φας!». Περίμενε ν’ αδειάσω και το τελευταίο ψίχουλο κι έπειτα, ξαφνικά, έτσι όπως είχε έρθει, εξαφανίστηκε.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]








