Θα πήγαινε δυο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, 23 Δεκεμβρίου.
Στις 22 το απόγευμα της τηλεφώνησαν. Τι γίνεται; Έτοιμη η βαλίτσα;
Δεν θα ’ρθω, απάντησε. Έβγαλα τη βαλίτσα, είχα ρίξει και κάποια πράγματα μέσα, αλλά δεν μπορώ, θα μείνω εδώ, να ξαπλώσω όποτε θέλω, να ζαρώσω αν πονάω… Μια ιδέα είναι… Θα έρθω αργότερα, να είναι πιο ήσυχα.
Από την άλλη άκρη της γραμμής η φωνή ακουγόταν γνοιασμένη, με παράπονο και παρακαλετό. Γιατί το κάνεις αυτό τώρα; Δεν μπορούμε να αλλάξουμε κάτι, έρχονται αύριο τα παιδιά και το μωρό. Θα τα βολέψουμε, δεν είπαμε; Είναι λογικό, μόνη, γιορτές μέρες;
Θα κάνω την κοτούλα γεμιστή, θα φωνάξω κι εκείνη τη Μαρία, να φάμε μαζί. Μην ανησυχείτε για μένα. Δεν μπορώ να ’ρθω, πίστεψέ με, δεν θα στεναχωρεθώ.
*
Έφερνε καθημερινά ψωμί στους κατοίκους των χωριών της περιοχής, με το βανάκι του. Και ήταν η χαρά και η απαντοχή τους. Όχι μόνο γιατί, εκτός από ψωμάκι, είχε και γάλα, και κουλούρια με σουσάμι και άλλα για τον καφέ, αλλά γιατί είχε και ένα ολοστρόγγυλο χαρούμενο πρόσωπο. Και γιατί έπιανε κουβέντα με τους ηλικιωμένους, δεν βιαζόταν, περίμενε να βγουν, ήξερε τους ρυθμούς της ηλικίας, την ακοή που μειώνεται.
Κυρα-Τασία, της φώναξε μια και δυο φορές. Δεν πήρε απάντηση. Ρώτησε τη γειτόνισσα, την είχε δει πολύ πρωί που βγήκε να πάρει πετρέλαιο για τη σόμπα, αλλά από τότε είχε περάσει ώρα, είναι η αλήθεια. Οι γάτες της νιαούριζαν, μάλλον δεν είχαν φάει το πρωινό τους. Μα πού είσαι, τέλος πάντων; Σου έφερα και τα μελομακάρονα που παράγγειλες.
Δεν απαντάει, να έχετε τον νου σας, φώναξε στο διπλανό σπίτι, και πήγε να μπει στο αυτοκίνητο, σκεπτικός, ασυναίσθητα καθυστερώντας.
Την άκουσε τότε, πρώτα την άκουσε και μετά την είδε, να έρχεται από την κατηφόρα, λαχανιασμένη, στάσου, καλά που σε πρόλαβα, αχ, θα έφευγες, τι πήγα να πάθω!!
Με λαχτάρησες, θεια.
Περίμενε κι εσύ, βρε Στάθη, τι βία σε πήρε παραμονιάτικα… έχεις κι εσύ τα δίκια σου, μονολόγησε.
Μπήκε στο σπίτι και βγήκε με ένα ταψάκι πίτα, η ίδια την έκανε, για το καλό. Είχε βάλει μεμβράνη και αλουμινόχαρτο από πάνω –γι’ αυτό έτρεξα εκεί, έξω απ’ την αυλή, ήθελα να κόψω ένα κλωνάρι απ’ το πουρνάρι, να στολίσω το δώρο σου. Τι στο καλό, Χριστούγεννα έχουμε.
Κι από μένα δώρο τα μελομακάρονα, θεια.
Όχι, παιδί μου, ό,τι παραγγέλνουμε πρέπει να το πληρώνουμε, ακόμη και το κεράκι που ζητάμε να μας ανάψουν στην εκκλησιά. Να ’σαι καλά, θα τα πούμε τώρα τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων; την τρίτη, εντάξει.
Τον πλησίασε και του ’πιασε τον αγκώνα. Με τον καιρό ριζώνουμε εμείς οι ηλικιωμένοι, εκεί που είναι η γωνιά μας. Κι εσύ την κάνεις πιο βολική τη γωνιά αυτή, στη δυσκολία μας να την αποχωριστούμε.
Την έπιασε προστατευτικά απ’ τους ώμους, να περάσεις καλά, κυρα-Τασία, της είπε, εδώ στη γωνιά σου.
Καλά θα περάσω, έχω και κόκκινο κρασί, ένα ποτήρι στην υγειά σου. Άντε να τελειώσεις, να μαζευτείς στην οικογένειά σου, κοντεύουν Χριστούγεννα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]








