Η πρώτη φορά που τον είδα από κοντά έτυχε να είναι παραμονή Χριστουγέννων. Το θυμάμαι καλά γιατί έτρεχα ν’ αγοράσω καθαρισμένα καρύδια για τον μπακλαβά που έφτιαχνε η μαμά κάθε παραμονή Χριστουγέννων, έναν θεϊκό μπακλαβά που αν τον είχε δοκιμάσει ο Προύστ δεν υπήρχε περίπτωση να ασχοληθεί με το μικρό κεκάκι που οι Γάλλοι το λένε μαντλέν. Εκείνη την εποχή εγώ έτρεχα συνεχώς, μόλις ξεμύτιζα απ’ το σπίτι. Μου ήταν αδύνατο να περπατήσω με φυσιολογικό βηματισμό. Και δεν έφτανε αυτό, έτρεχα με το κεφάλι κάτω σαν να έψαχνα κάτι απροσδιόριστο που φάνταζε όμως μεγαλειώδες στο αδιάβρωτο μυαλό των δέκα χρόνων μου. Αυτός βάδιζε αμέριμνος στο πεζοδρόμιο όταν έπεσα πάνω του με φόρα.
Θεέ μου με ακούμπησε, η πρώτη σκέψη που με κατέκλυσε και δεν μ’ άφησε ούτε την προσχηματική συγνώμη να ψελλίσω. Α όλα κι όλα, μπορεί να μην επιτρεπόταν ποτέ να ακουμπάμε ή να μας ακουμπά κανένας άντρας εκτός από τον μπαμπά, όπως μας είχε δασκαλέψει από μικρά η γιαγιά μας, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι δεν θα ήμουν ευγενική μαζί του. Πάντα όταν έπεφτα πάνω σε κάποιον ζητούσα ευγενικά συγνώμη, χαμήλωνα το βλέμμα με ιδιαίτερη χάρη και στις παρατηρήσεις του τύπου «Γιατί τρέχεις Μαράκι μου; Πρόσεχε θα χτυπήσεις!» απαντούσα με αποφασιστικότητα και σαφήνεια. «Βιάζομαι, η μαμά με έχει στείλει για δουλειές» κι έτσι πετύχαινα με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Συγχώρεση για το τράνταγμα που τους προκαλούσε όχι τόσο το ισχνό κορμί μου, όσο η ταχύτητα που όπως ξέρουμε είναι η παράμετρος που καθορίζει τη σφοδρότητα της σύγκρουσης και το κυριότερο όφελος ήταν να γίνω αρεστή στους γύρω μου, μια συντονισμένη προσπάθεια που είχε ξεκινήσει από το νηπιαγωγείο. Ήθελα να κερδίσω και να κρατήσω σφιχτά τον τίτλο του καλού κοριτσιού. Ωστόσο, εκείνη την παραμονή Χριστουγέννων δεν κατάφερα να παίξω τον ρόλο του καλού κοριτσιού. Χτύπησες μικρή μου; με ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον κι εγώ αποσυντονισμένη εντελώς τον κοιτούσα με γουρλωμένα μάτια αναζητώντας το ρυπαρό σημείο του, την απειλή για την οποία με είχε προϊδεάσει η γιαγιά. Πες μου σε παρακαλώ είσαι καλά; Τότε μόνο αξιώθηκα να ψελλίσω ένα ξεψυχισμένο ναι κι εκείνος χαμογέλασε και μου είπε ότι πηγαίνει στην εκκλησία κι εγώ τότε θυμήθηκα ότι πρέπει να πάω οπωσδήποτε να κοινωνήσω γιατί πέρσι δεν τα κατάφερα και είπα ψέματα στη γιαγιά και στη μαμά ότι κοινώνησα κι όταν αυτό το είπα στην εξομολόγηση όπου με πήγε σηκωτή η γιαγιά, ο πάτερ θύμωσε και μου επεσήμανε ότι το ψέμα είναι μεγάλη αμαρτία και για να με συγχωρήσει ο θεός, θα πρέπει να ζητώ γονατιστή συγχώρεση πολλές φορές κάθε βράδυ μετά την προσευχή κι εγώ το έκανα ελπίζοντας πως φέτος θα έχω πια συγχωρεθεί. Σκοτείνιασε το βλέμμα του και μου έτεινε το χέρι του. Πάμε μαζί, φέτος θα κοινωνήσεις οπωσδήποτε. Χωρίς κανένα δισταγμό τού έδωσα το χέρι μου μα εκείνος για κάποια δευτερόλεπτα έδειξε να μετανιώνει για την παρόρμησή του, ένα ερωτηματικό ταλαντεύτηκε για λίγο στα μάτια του, μα έπεσε γρήγορα στο ελάχιστο κενό που χώριζε τα χέρια μας. Σαν έτοιμη από καιρό άπλωσα το δεξί μου χέρι κι εκείνο φώλιασε σε μια ανάγλυφη μικροσκοπική οροσειρά με λιλιπούτεια δάση που ήταν η παλάμη του.
Όταν φτάσαμε στον Αη- Γιώργη, ο κόσμος ήταν στριμωγμένος πίσω από δυο μεγάλα βελούδινα κορδόνια που είχαν βάλει οι πρόσκοποι. Μπήκαμε στην εκκλησία πιασμένοι χέρι- χέρι λες και η μικρή μου παλάμη από πάντα εκεί μόνο χωρούσε, αλλά αυτή η αίσθηση γρήγορα εξανεμίστηκε γιατί ένιωθα τους σφυγμούς του ν’ αλλάζουν, τα δάχτυλά του να ιδρώνουν και ένα ελαφρύ τρέμουλο σαν λίκνισμα στα δέντρα της παλάμης του.
Δεν ήξερα τι σημαίνει η λέξη σούσουρο αν και την είχα κρυφακούσει πολλές φορές όταν η μαμά έπινε καφέ με τις φιλενάδες της κολλημένη πάντα σε διάφορες εκδοχές του ρήματος γίνομαι. Έγινε σούσουρο, θα γίνει σούσουρο, ή δεν ντρέπεται για το σούσουρο; Σα να ήρθε η λέξη και μου αποκαλύφθηκε εκείνη τη μέρα στην κατάμεστη εκκλησία όπου εκατοντάδες μάτια καρφώθηκαν πάνω μας, κεφάλια γύρισαν, λαιμοί τεντώθηκαν, ψίθυροι εξακοντίστηκαν, μορφασμοί είχαν την τιμητική τους. Άργησα να καταλάβω ότι μέσα στο σούσουρο στριφογυρνούσε σαν αποπροσανατολισμένος πλανήτης και τ’ όνομά μου. Μα πού τη βρήκε τη Μαρία; Τον είδες τον κομμουνιστή; Πότε γύρισε από την εξορία; Τι δουλειά έχει με τη Μαρία; Ωπ! Να την κι η άλλη λέξη που είχα καταχωνιάσει κάτω απ’ το μαξιλάρι με σκοπό να την ψάξω , αλλά δεν πρόλαβα, με πρόλαβε αυτή. Κομμουνιστής. Την είχα ακούσει πάλι από τη γιαγιά συνοδευμένη πάντα από το ρήμα φοβάμαι.
Μην σπρώχνεστε παρακαλώ, προσοχή παρακαλώ, όλες οι λέξεις και η ενοχλητική μυρωδιά από τις ανάσες του κόσμου αναδεύτηκαν στα σωθικά μου κι ένιωσα σαν να γεννήθηκε πρόωρα και νεκρό το μωρό-Χριστός που περιμέναμε με αγωνία.
Ο άντρας στάθηκε στη σειρά σα να ήταν μόνος του μέσα στην εκκλησία, ίσιωσε την πλάτη του και το κορμί του ακολούθησε σέρνοντας το αδύνατο δικό μου κορμί έναν δρόμο που άνοιγε σχεδόν από μόνος του στη συνωστισμένη πλευρά των γυναικών, καθώς οι ηλικιωμένες με τα μαύρα μαντήλια που ξεκουράζονταν σους ώμους τους μέχρι να ξαναδεθούν στα αραιωμένα μαλλιά τους, μα και οι νεώτερες με τα λακαρισμένα μαλλιά του κομμωτηρίου, ακόμη και μερικές μαθήτριες του Λυκείου, έκαναν ένα μικρό βήμα πίσω για να μην τις ακουμπήσει. Φτάνοντας μπροστά στο ιερό, έκανε κι ο παπάς ένα βήμα πίσω μα ο άντρας έσκυψε προς το μέρος του και του είπε χαμηλόφωνα: «Πάτερ, σας παρακαλώ να κάνετε το καθήκον σας και να μεταλάβετε και τους δυο μας». Χωρίς ν’ αφήσω το χέρι του άνοιξα απαλά το στόμα μου και δέχτηκα με ανακούφιση τη μικρή γουλιά κρασιού και το μουσκεμένο ψωμάκι νιώθοντας αγαλλίαση που φέτος θα έλεγα την αλήθεια στη μαμά και τη γιαγιά αλλά κυρίως γιατί εξανεμίστηκε η θλιβερή σκέψη του νεκρού μωρού. Ξαναπίστεψα ότι το μωρό θα γεννηθεί στη φάτνη του και όλα θα πάρουν ξανά τον δρόμο της κανονικότητας. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν εκείνος κοινώνησε ή αντάλλαξε άλλη λέξη με τον ιερέα. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ελευθερώθηκα πολύ γρήγορα από το χέρι του κι έτρεξα έξω από την εκκλησία, αφήνοντας ένα ηχηρό ευχαριστώ που αντήχησε στον αγιογραφημένο θόλο. Καθώς πετάχτηκα έξω απ’ την εκκλησία σχεδόν κουτρουβαλώντας έπεσα πάνω σε ένα τσούρμο συμμαθητές μου που τραγουδούσαν τα κάλαντα με τσιριχτές παράφωνες φωνές.
Το ξύλο το έφαγα από τη γιαγιά, αφού η μαμά όσο κι αν με μάλωνε, δεν είχε σηκώσει ποτέ της χέρι πάνω μου.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]








