frear

الأمل عيد الميلاد Η Ελπίδα των Χριστουγέννων – της Νίκης Μίχου

“Κάνε υπομονή” της είπε ο Ταρίκ, περνώντας το χέρι του γύρω από τη μέση της, απαλά, για να μην την πονέσει. Μα εκείνη δεν μπορούσε να συνεχίσει. Τα πάνινα, ταλαιπωρημένα παπούτσια της βυθίζονταν μέσα στο κατάλευκο, παχύ πέπλο της χιονισμένης νύχτας. Το δέρμα της έτσουζε, καθώς ο παγωμένος αέρας διαπερνούσε την ανοιξιάτικη ρόμπα της. Τα μάτια της βάραιναν κάτω από τον απόκοσμο, συννεφιασμένο ουρανό. Θυμήθηκε τον ήλιο που είχε κοιτάξει κατάματα, τέσσερις μήνες πριν, όταν οι άλλοι συνωστίζονταν στις βάρκες. Και από τότε, λες και η ζωή της έγινε μία σειρά από ανάκατες σκηνές ασπρόμαυρης ταινίας, όπου ο φωτισμός λιγοστεύει όσο πλησιάζει το τέλος, δεν είχε ξαναδεί τον ήλιο. “Μη σταματάς” της ξαναφώναξε ο Ταρίκ, “λίγο έχει μείνει ακόμα”. ” Έχει μείνει λίγο μέχρι τι; “, αναρωτήθηκε; Μέχρι τα πόδια της να παραλύσουν, μέχρι η ανάσα της να κοπεί ή μέχρι να γεννήσει; Να γεννήσει εκεί, στη μέση της άγνωστης και τρομακτικής, της αβέβαιης και χιονισμένης διαδρομής της; Συνέχισε να βαδίζει. Ο Ταρίκ της έδινε ώθηση. Και η ώρα περνούσε γρήγορα, τόσο γρήγορα όσο βυθίζονταν η βάρκα τους λίγο καιρό πριν στα ελληνοτουρκικά. Και οι δυνάμεις που ανακτούσε της έδιναν ελπίδα, όπως τότε, στον Πειραιά, που ο Ταρίκ της υποσχέθηκε ότι θα περάσουν τα σύνορα, ακόμα και αν δεν μπουν στα πούλμαν.

Αυτό το παιδί, το παιδί τους, που ακόμα δεν είχε ακουστεί το πρώτο του κλάμα, είχε επιβιώσει από τις επιθέσεις των βομβιστών, από τον τυχοδιωκτισμό των διακινητών, από την αθλιότητα των hot spot, από την άρνηση των αρμόδιων να μεταφέρουν τους γονείς του στην πολυπόθητη Ειδομένη.

Και τώρα, να τώρα, κοντά στο ξημέρωμα, έφταναν, πατούσαν στο χώμα της. Μα η Ειδομένη δεν ήταν η “Γη της Επαγγελίας” τους. Ήταν μια εγκαταλελειμμένη Ειδομένη, με ελάχιστες ξεχαρβαλωμένες σκηνές και λασπόνερα. Όσοι βρίσκονταν ακόμα εκεί, ξεχασμένοι από τον κατακλυσμό των εξελίξεων, ματωμένοι από τα κλειστά αγκαθωτά πλέγματα των συνόρων, σκισμένοι ανάμεσα σε τρεις πατρίδες, μία εχθές, μία σήμερα, μακάρι μια άλλη αύριο, έρχονταν τώρα αντιμέτωποι με μια καινούρια ημέρα.

“Η γυναίκα αιμορραγεί”, φώναξε ένας άντρας στη γλώσσα τους. Έτρεξαν μερικοί προς το μέρος τους. Ο Ταρίκ, μαζί με άλλους δύο, τη μετέφεραν σε μία σκηνή. “Γιασμίν, η κοπέλα γεννάει, βοήθησε την”, είπε ο ένας στην μεσήλικα σύζυγο του, που βρισκόταν ακόμα ξαπλωμένη μέσα. Οι τρεις άντρες βγήκαν από τη σκηνή, αφήνοντας την ετοιμόγεννη μητέρα στα χέρια μίας ξένης. Μίας ξένης που τόσο πρόθυμα της προσέφερε τα σεντόνια της, τη βοήθεια της, την αγάπη που έδειχνε και στις δικές της κόρες, που ποιος ξέρει, μπορεί να περίμεναν και εκείνες ένα παιδί στην πατρίδα που είχαν καταφύγει.

Και εκεί, ανάμεσα στις ελάχιστες ξεχαρβαλωμένες σκηνές και τα λασπόνερα, στις 25 του Δεκέμβρη, γεννήθηκε, μετά από τόσους κατατρεγμούς, η μικρή Έμελον, που στα Αραβικά σημαίνει ελπίδα.

Οι «μάγοι με τα δώρα» δεν έφτασαν ποτέ στην Ειδομένη, γιατί δεν υπήρχε «κανένα λαμπερό αστέρι» εκείνη τη νύχτα στον ουρανό. Η ανθρωπότητα είχε πια συνηθίσει να γεννιούνται έτσι παιδιά και κρατούσε τα αστραφτερά της φώτα για έναν καινούριο Ηρώδη. Αλλά οι γονείς της μικρής Έμελον κρατούσαν στα χέρια τους την ελπίδα.


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η Νίκη Μίχου είναι μαθήτρια στο Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων και έγραψε την ιστορία αυτή με παρότρυνση της φιλολόγου της και πεζογράφου κ. Ελένης Χρ. Γούλα.]

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη