Γιώργος Τζιας
Ο Ήχος της Σιωπής
(Εκδόσεις Οροπέδιο, 2015, σελ. 66)
Διαβάζοντας τον τίτλο της νέας ποιητικής του Γιώργου Τζια, μου ήρθε αυτόματα στο νου ο αγαπημένος στίχος του Τζιμ Μόρρισον: «I want to hear the scream of the butterfly» («Θέλω να ακούσω την κραυγή της πεταλούδας») από το κομμάτι “When the music’s over” και προετοιμάστηκα κατά κάποιον τρόπο για το τι θα επακολουθήσει. Εμμονές, (ωραίες;), μάλλον, της όψιμης εφηβείας και της νιότης που επανέρχονται, όταν προκύψει το κατάλληλο ερέθισμα.
O τίτλος μιας ποιητικής συλλογής, ενός λογοτεχνικού έργου γενικότερα, συνήθως προϊδεάζει το αναγιγνώσκον υποκείμενο για το περιεχόμενο που έπεται, και συχνότατα αποτελεί και τίτλο ενός εκ των κειμένων του. Στην περίπτωση της νέας ποιητικής συλλογής του Γιώργου Τζια, ωστόσο, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, αφού το οξύμωρο του τίτλου, προϊδεάζει μεν για το ύφος και την ατμόσφαιρα της συλλογής δεν αποτελεί, όμως, τίτλο συγκεκριμένου ποιήματος και δεν εμφανίζεται ατόφιο, ως φράση, μέσα στο βιβλίο. Όμως, ο όποιος «ήχος της σιωπής» διασπείρεται, αντανακλάται και αντηχεί, εν τέλει, ως μια ελεγεία του πένθους, της απώλειας, της φθοράς και του γήρατος, του ματαιωμένου χρόνου (προσωπικού, αλλά και πολιτικού), της ήττας και της υπαρξιακής πάλης, της αγωνίας, της έλλειψης, αλλά και της γλωσσικής περίσσειας, που ως είθισται στα λογοτεχνικά κείμενα, λανθάνει στα διάκενα της γραφής ως παρούσα απουσία (ή και το αντίστροφο), αφού και αυτά αποτελούν θεματικές της εν λόγω συλλογής. Ο δε ματαιωμένος πολιτικός χρόνος, ως άλλος αγώνας αγάπης άγονος, διατρέχει τα κείμενα και επανέρχεται με τρόπο ιδιαζόντως εμφανή στους στίχους των ποιημάτων μέσα από το επαναλαμβανόμενο μοτίβο (αλλά όχι μόνο) των «δολοπλόκων ταγών της εξουσίας» – η λέξη εμφανίζεται έξι φορές – στα προτάγματα των οποίων η όποια πίστη και εμπιστοσύνη μιας ολόκληρης γενιάς αποδείχθηκε ολέθρια στην πορεία της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας της χώρας. «Φοβισμένες απ’ της φύσης την αλλοκοτιά/κι από των άμυαλων ταγών την απραξία/οι γερασμένες λέξεις/κρύφτηκαν βαθιά μέσα στο χώμα/μόνες και απροστάτευτες/στης χέρσας γης την αγριάδα./Και τότε ρίζωσαν/ποτίστηκαν με δάκρυ/με του καμάτου τον άφθονο ιδρώτα/έγιναν δέντρα με κλαδιά, με φυλλωσιές/κι οι καρποί τους με ονόματα περίεργα/όπως χαρά, πόνος, λύπη,/ταΐσανε απλόχερα τ΄ ανθρώπου το συναίσθημα («Σαν παραμύθι», σελ.27), αναφωνεί το ποιητικό υποκείμενο, που στο παιχνίδι (και στο παιχνίδι(α)σμα) της γλώσσας και της γραφής αποζητάει απάγκιο.
Τα ποιήματα της συλλογής στην πλειονότητά τους πραγματεύονται το ζήτημα, και ταυτόχρονα της το βίωμα και το τραύμα της απώλειας σε όλες της τις εκφάνσεις, καθώς και το υπαρξιακό αδιέξοδο που συνοδεύει αυτές τις εντελώς συνήθεις, καταστάσεις/εμπειρίες του ανθρώπινου υποκειμένου, της ανθρώπινης κατάστασης γενικότερα. Ως εμμονές επώδυνες, αλλά ταυτόχρονα και ηδονικές, αναδύονται στη μνήμη του γράφοντος υποκειμένου, καθώς φιλτράρονται, διαμεσολαβούνται και καθίστανται διαχειρίσιμες, εν μέρει, μέσω του θεραπευτικού ποιητικού λόγου, μια και “εν αρχή είν’ ο λόγος” (αλλά και το λογοπαίγνιο, κατά Σ. Μπέκετ), σύμφωνα και με τον τίτλο της προμετωπίδας της συλλογής από την οποία παραθέτω: “πολυχρόνιοι οι ανά τον κόσμο υπηρέτες του λόγου ότι αυτών εστί η καταξίωση στου ανθρωπίνου γένους τη συνείδηση, διαρκής, διαχρονική και αέναος η δια του λόγου αναζήτησις, ρομφαία πύρινος στα θεμέλια του όποιου σαθρού στερεώματος.» (σελ. 9)
Το ζήτημα του χρόνου και στις τρείς εκδοχές του (παρελθόν-παρόν-μέλλον), του αναπόφευκτου γεγονότος του θανάτου και συνακόλουθα εκείνο της απουσίας, ως αναδυόμενης μνήμης και ενθύμησης, αποτελούν επίσης κεντρικές θεματικές της συλλογής και επανέρχονται σταθερά στον ποιητικό της χρονότοπο: Του χρόνου γοργό το πέρασμα/ίδιο με κοφτερό λεπίδι αμπελουργού/θανατερό χαράκι/αταίριαστο/στης άγριας νιότης την ικμάδα…./Ξέχασα κάπου τη ζωή μου/άσφαιρα λόγια/σε χορταριασμένα καλντερίμια/υπηρέτης του δόγματος/στης ουτοπίας τ’ άσκοπο κυνήγι./Το χρόνο ανήμπορος τρέχω να προλάβω/την ομορφιά σου κόσμε/έστω και τώρα/λεύτερος από σένα/ θάβοντας βαθιά στη μάνα γης/ το κοφτερό λεπίδι/έστω για λίγο/ την ομορφιά σου κόσμε,/τώρα επιτέλους να γευτώ. («Έστω και τώρα», σελ. 34). Ακόμα, το ποιητικό υποκείμενο, ως «ασήμαντος», όπως αυτοαποκαλείται «γραφιάς», τη γλώσσα των νεκρών προσπαθεί να καταλάβ[ει]/γιατί στου ονείρου/το στερνό του πάτημα/υπήκοος και μάλιστα συνειδητός/σε κείνο το βασίλειο θα ήθελ[ε] να γίνει.» («Κοντά στο δείλι», σελ. 25) Μετεωρίζεται έμπλεο αβεβαιότητος ανάμεσα στην οικεία ηδύτητα της ζωής και στον ζόφο, αλλά και στη σαγήνη, ταυτόχρονα, του ανοίκειου θανάτου, που δεν αναπαρίσταται στο γλωσσικό πεδίο, αφού εκεί, ο γλωσσικός κώδικας όπως τον ξέρουμε παύει να υφίσταται, όπως αποτυπώνεται παρακάτω: Πίσω/γυρνώ συνέχεια τη σκέψη μου./Δεν είναι/οι αναμνήσεις που με καλούν,/δεν είναι/νοσταλγία για τα χαμένα νιάτα./Ούτε ακόμα/λύπη για τις υπνωτισμένες γενετήσιες ορμές./Ο φόβος είναι/Φόβος/από του κτήνους το βρυχηθμό/που γιγαντώθηκε/από τις προσωπικές μου παραλήψεις./Φόβος/για τα μελλούμενα./Φόβος και τρόμος μαζί/για την ανάκατη/από θειάφι και λιβάνι οσμή/που αποπνέει το σώμα μου. («Εν Ελλάδι σήμερα», σελ. 66)
Το βίωμα και συνακόλουθα το τραύμα της κάθε είδους απώλειας, και δη εκείνης της έσχατης και ακραίας του θανάτου, που εκπορεύεται από το μη αναπαραστάσιμό της στο γλωσσικό συμβολικό σύστημα, είναι ευρύτατο και οικουμενικό, αφού είναι σύμφυτο με τη λεγόμενη αρχή της πραγματικότητας. Ξεκινάει πολύ πρώιμα για το ανθρώπινο υποκείμενο, από τον πρωταρχικό, ακόμα, εκείνο αποχωρισμό του από το μητρικό σώμα με το οποίο παραμένει άρρηκτα δεμένο ψυχικώς καθ΄ όλη τη διάρκεια του βίου και το οποίο σώμα και μνημονεύεται στη συλλογή: Κεντημένη σταυροβελονιά/η αύρα της καθημερινότητάς σου./Ξεραμένος λιναρόσπορος/στης ψυχής μου το πρόσκαιρο δείλιασμα./Διαρκής η παρουσία σου/στου προσώπου μου τις ρυτίδες./Καρφωμένη στο δικό σου σταυρό/της ανάληψης τη λύτρωση/πεισματικά απορρίπτεις./Πες μου ρε μάνα,/που βρήκες το κουράγιο να σπουδάσεις/αυτή την τέχνη τής τόσο μεγάλης/της τόσο άδολης προσφοράς; Διαβάζουμε στο ποίημα με τίτλο «Εθελούσια σταύρωση» (σελ.21).
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, το ανθρώπινο υποκείμενο μέλλει να σημαδευτεί από συνεχείς απώλειες, υλικές και ψυχικές, αφού ως ον κοινωνικό και εξαρτημένο από την αποδοχή, κυρίως δε από την αγάπη των άλλων, μονίμως ωθείται στο να επενδύει συναισθηματικά και ψυχικά σε αυτούς/ές. Το βίωμα της απώλειας εξαναγκάζει το υποκείμενο – ως πάσχον σώμα και νου – σε μία, συχνά άνευ όρων, παράδοση στην αναπόληση, μέσω του λόγου, οργανώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο µία εσωτερική ψυχική σχέση, µία σχέση νοσταλγίας σε σχέση µε τα απολεσθέντα πρόσωπα, ιδέες, αντικείμενα ή και πρότερες καταστάσεις. Η εξωτερική απώλεια του αγαπημένου προσώπου/ιδέας/αντικειμένου μέλλει να αντικατασταθεί από µία εξόχως έντονη παρουσία του στο εσωτερικό πεδίο της ψυχικής δραστηριότητας του με τη μορφή του πένθους. Καθώς η (ενδο) ψυχική/συγκινησιακή ζωή του πενθούντος υποκειμένου μονοπωλείται από την ενασχόληση µε αυτό που έχασε, το υποκείμενο καταφεύγει στο πεδίο της γλωσσικών συμβόλων, πλέον, κι αυτό είναι εν πολλοίς αιτία παραγωγής λόγου ποιητικού. Στο πεδίο της λογοτεχνικής γραφής γενικότερα, και της ποιητικής συλλογής του Γ. Τζια, ειδικότερα, το ποιητικό υποκείμενο της γραφής κατασκευάζει ένα ψυχικό υποκατάστατο, που δεν είναι άλλο από το επώδυνα ηδονικό τραύμα της μνήμης – η δεύτερη συχνά φορτισμένη και με ισχυρές δόσεις νοσταλγίας – αλλά και του χρόνου που τη χειραγωγεί. Αμφότερα αποτελούν το θεμελιώδες συγγραφικό καύσιμο για το Γιώργο Τζια σ’ αυτήν την ελεγειακής υφής και ύφους ποιητικής συλλογής. Αμφότερες οι έννοιες (του χρόνου και της μνήμης), αλλά και εκείνες της φθοράς και του αναπόφευκτου τέλους επανέρχονται και αναδύονται ποικιλοτρόπως. Επανέρχονται, δε, ως κεντρική θεματική στην προσπάθεια του γράφοντος υποκειμένου να διαχειριστεί το «εν τω κόσμω είναι» του, μαζί και την κάθε ψυχική επένδυση που η ανθρώπινη κατάσταση (του) βιώνει, ως απαραίτητο συστατικό της κατά μόνας ύπαρξης, αλλά και της συνύπαρξης και συντροφικότητας με τον Άλλο, καθώς συναισθάνεται το φευγαλέο και εφήμερο της ζωής μέσα από τις ποικίλες ματαιώσεις της. Τονίζεται, ωστόσο, και το αναπόφευκτο, όσο και ζωτικό για την ανθρώπινη κατάσταση στοιχείο της αυταπάτης, αφού αυτή η δεύτερη αποτελεί μία απαραίτητη σύμβαση που υπογράφουμε με εκείνες τις άλλες συμβάσεις του πολιτισμού και τη σαγήνη που αυτός εκπέμπει μέσα από τα διάφορα παράγωγα του στους τομείς των γραμμάτων και της τέχνης: Δικός μου είναι ο θάνατος/γι’ αυτό τον ύμνησα/[…] Δική μου είναι η ζωή/δικός μου ο θάνατος/κύκλοι ομόκεντροι/αρκετοί/στη μικρή μας ασήμαντη ύπαρξη./Γι’ αυτό λοιπόν αναζητώ/τώρα στο δείλι μου/να ρουφήξω/με πόθο τις πίκρες τους/μ’ ασπρόμαυρες /ξεθωριασμένες εικόνες/στου μυαλού μου τα άδυτα/συνεχώς ταξιδεύοντας. («Σκοτεινιάζοντας», σελ. 39)
Η συλλογή ποιημάτων Ο Ήχος της Σιωπής είναι ένας οικείος κόσμος, που διαρκώς τελειώνει και ξαναρχίζει. Μοιάζει να επιστρέφει συνέχεια για να επιβεβαιώσει οικεία συμπεράσματα· oι άνθρωποι τελειώνουν, η ιστορία επαναλαμβάνεται, τα όνειρα και οι ιδέες ξεθωριάζουν, το χθες φαντάζει πιο όμορφο από το σήμερα, ενώ το αύριο συχνά διαγράφεται ζοφερό. Πρόκειται για ποιήματα αυτοβιογραφικού, εν μέρει, χαρακτήρα στα οποία εισχωρεί ο αναστοχασμός υπό μορφή πένθους για όσα (συμβάντα, πράγματα, εποχές, συνήθειες και βέβαια πρόσωπα), παρήλθαν οριστικώς και αμετακλήτως, που όμως επανέρχονται μερικώς, ή και ημιτελώς ανακαλούμενα, υπό της εκ των πραγμάτων φθίνουσας μνημονικής ατραπού στο τώρα της γραφής. Φέρουν έντονο το συναισθηματικό φορτίο και τις μνήμες τις συλλογικές μιας γενιάς (αυτής του Πολυτεχνείου) που είδε τις ελπίδες και τα όνειρά της να διαψεύδονται. Πρέπει, ωστόσο, να πείσουμε τον εαυτό μας πως με κάποιο τρόπο υπάρχουμε, να δικαιολογήσουμε και να επιβεβαιώσουμε τρόπον τινά το ούτως ή άλλως εφήμερο και απατηλό της ύπαρξής μας και η γραφή, η κάθε μορφή τέχνης, ούτως ή άλλως, προσφέρεται για κάτι τέτοιο.
Tέλος, η ποιητική συλλογή του Γιώργου Τζια δεν θα μπορούσε παρά να χαρακτηριστεί ως μια εκούσια αναχώρηση από, αλλά, ταυτόχρονα, και ακούσια επιστροφή, μια ολική και αναπόφευκτη επαναφορά στην εντελώς γνώριμή του, (και γνώριμή μας), ελληνική πραγματικότητα με όλα όσα θαυμαστά, επώδυνα και τραυματικά αυτή φέρει (και υποφέρει) από τις πολιτικές ματαιώσεις του παρελθόντος την πολιτική αστάθεια του παρόντος και την οικονομική δυσπραγία των ημερών μας, πιθανώς και του μέλλοντος μας.
Εν αφθονία ευδοκιμούν οι ειδικοί.
Λογύδρια
Αναλύσεις
εκτιμήσεις.
Ατάκτως ερριμμένα
υπόλοιπα μνήμης
σε σκουριασμένους πάγκους
μικροπωλητών.
Νόθα γεννήματα
μεταλλαγμένης σκέψης
στων λωτοφάγων («Λωτοφάγοι», σελ. 49)
την άμωμο χώρα.
Γεροντική άνοια
Η εθνική μας νόσος
Φτηνή μετρέσα σε οίκο ανοχής
Η γερασμένη Αφροδίτη.
Ανάδελφος τελικά
Με συνειδητή παρακαλώ επιλογή
Η πλήρως ναρκωμένη
Αμνήμων-αμετροεπής
Ανεύθυνη μετριότητά μας.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]