Γιάννης Ρηγόπουλος, Σεφερικά μελετήματα, Αθήνα 2016.
Ο Γιάννης Ρηγόπουλος είναι γνωστός φιλόλογος και μελετητής. Πεδία ερευνητικού ενδιαφέροντός του, όπως διαβάζουμε στο αυτί του βιβλίου αλλά και όπως όσοι διαβάζουν ξέρουν, είναι η θεωρία της τέχνης και της λογοτεχνίας και η μελέτη της μεταβυζαντινής τέχνης και των διεικαστικών σχέσεών της με τη δυτική φλαμανδική τέχνη. Στις αποσκευές του φέρει τη διδακτορική του διατριβή Ο αγιογράφος Θεόδωρος Πουλάκης και η φλαμανδική χαλκογραφία, και ακολουθούν τουλάχιστον εφτά ακόμη βιβλία σχετικά, καθώς και πάρα πολλά δημοσιεύματα σε περιοδικά προερχόμενα από συνέδρια και άλλες παρεμφερείς εκδηλώσεις.
Εκείνο που πρέπει ο αναγνώστης ή ο συνομιλητής του Ρηγόπουλου να λάβει υπόψη του, οπωσδήποτε, είναι ότι το να μιλάει μαζί του ή να διαβάζει κείμενό του είναι σαν να ανοίγει την πόρτα της παγκόσμιας εγκυκλοπαίδειας ποίησης και ζωγραφικής. Κι ακόμα είναι σαν να βρίσκεται μπροστά σ’ αυτό που λέμε καλλιτεχνική συγκίνηση. Το πάθος που τον συνεπαίρνει παρασύρει τον ακροατή ή τον αναγνώστη του να εγκαταλείψει τον κόσμο τον μικρό και να μεταβεί αμέσως στον μέγα. Η βιβλιογραφία του άπειρη, οι παραπομπές συνεχείς με όλες τις λεπτομέρειες. Οι απόψεις κατατεθειμένες με εμμονή στην επιστημονική λεπτομέρεια και η τεκμηρίωση με πάθος και ψυχή. Με λογισμό και μ’ όνειρο , λοιπόν.
Δεκαεφτά είναι τα κεφάλαια του βιβλίου. Τα δεκαπέντε αφορούν τον Γιώργο Σεφέρη και τα δύο συνάδοντα τελευταία, το ένα για τον Rainer Maria Rilke και την αρχαία ελληνική τέχνη, όπου γίνεται λόγος για την αυτοτέλεια, την αυτόνομη κίνηση και καλλιτεχνική ύπαρξη του fragmentum. Στο άλλο εξετάζει την αντιστοιχία των τεχνών ως θεωρητικό πλαίσιο για να φωτίσει τις κοινές υφολογικές αναλογίες τους και να αποδείξει τη γνωστή ρήση Ut pitura poesis από την Ars Poetica του Ορατίου. Η φράση αυτή (που είναι και η εισαγωγική τίτλου βιβλίου του) ερμηνεύει «την έννοια της θρυμματισμένης ύπαρξης του ανθρώπου με βάση το δίπολο συνάφεια –ασυνάφεια» και παραδειγματικό εικαστικό σώμα την Γκερνίκα του Πικάσο.
Οπότε και οι όποιες παρεκβάσεις λαμπρά ταιριάζουν όλες και συναρμόζονται στα σεφερικά μελετήματα, για τα οποία μας έχει ειδοποιήσει ο τίτλος.
Ο Ρηγόπουλος επιλέγει από τα κείμενα του Σεφέρη εκείνα στα οποία ο ποιητής διατυπώνει αξιολογικές κρίσεις και εκτιμήσεις για ζητήματα πολιτισμού, αισθητικής, ιστορίας της τέχνης, λογοτεχνίας κ.ά. Οι διαπιστώσεις καταγράφονται και η έρευνα στρέφεται στη μορφοποίηση των ιδεών και στην κυοφορία του ποιήματος. Από την έρευνα προκύπτει το εύρος των ενδιαφερόντων του Σεφέρη, όπως τεκμαίρεται και από την αλληλογραφία του με τον Γιάννη Κακριδή, Χρήστο Καρούζο και Γιώργη Παυλόπουλο. Στην αλληλογραφία με τον Τάκη Σινόπουλο, θα σταθεί ιδιαιτέρως και θα επεκταθεί, όταν χρειαστεί, βεβαίως και στις ήδη γνωστές και δημοσιευμένες (με τους Κατσίμπαλη, Λορεντζάτο, Μαλάνο, Καραντώνη, Θεοτοκά κ.ά.).
Σημαντικός λόγος γίνεται για την καθαρή ποίηση και εκτενής λόγος για το στίχο του Χέλντερλιν ««wozu Dichter in dürftiger Zeit?» (Προς τι ποιητής σε καιρό ένδειας»). Τον απασχολεί επίσης η σύζευξη της λόγιας με τη λαϊκή παράδοση και τους συντελεστές της. Γενικώς τον ενδιαφέρουν ποικίλα θέματα, τα οποία δεν αντιμετωπίζει σαν αρχαιολόγος ή ιστορικός ή κοινωνιολόγος αλλά ως άνθρωπος ο οποίος στοχάζεται πάνω σε ό,τι βλέπει και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τοιχογραφίες εκκλησιών ή μοναστηριών που επισκέπτεται.
Ο Σεφέρης, κάνοντας λόγο για τον επαρκή αναγνώστη επισημαίνει ότι «ο μόνος σωστός δρόμος που μένει στον επαρκή αναγνώστη είναι, αν αισθάνεται ένα έργο, να προσπαθήσει να καταλάβει τι του συμβαίνει μ’ αυτή την αίσθηση».
Η αντίδραση του, επίσης, στα μουσικά έργα είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος των ενδιαφερόντων του που κεντρίζει τον αναγνώστη. Τον ποιητή εντυπωσιάζει ο Μπετόβεν γιατί εκφράζει με «τόσο χειροπιαστό τρόπο την ωριμότητα μπροστά στο θάνατο, την ελευθερία μπροστά στο θάνατο με τόσο ανθρώπινο τρόπο». Βρίσκει τον Μπαχ αληθινό και τη μουσική του αστρονομική, musique astronomique, όπως λέει ο Ζιντ.
Η αλληλογραφία με τον Τάκη Σινόπουλο είναι ένα εκτεταμένο κεφάλαιο στο οποίο παραθέτει τις επιστολές ένθεν και ένθεν και στέκεται στο ότι ο νεαρός Σινόπουλος «χάρηκε ‘‘το μουσικό και το ζωγραφικό στοιχείο της ποίησης του Σεφέρη’’». Οι γνώσεις του Σινόπουλου τεκμαίρονται από τα κείμενά του για τη ζωγραφική των Βακαλό και Φασιανού, από όπου και το ανθολογούμενο απόσπασμα: «Στην ποίηση ο υπερρεαλισμός χρησιμοποίησε τη μέθοδο της αυτόματης γραφής και, σαν αντίστοιχο, στη ζωγραφική την παράταξη ετερόκλιτων αντικειμένων που η σχέση τους δεν βασίζεται στους νόμους της λογικής αλλά σε μιαν αδέσμευτη κι αυθαίρετη φαντασία». Ο νεαρός Σινόπουλος είναι καταγοητευμένος, απευθύνεται με μεγάλο σεβασμό στον Μέντορα και δάσκαλό του, ζητά τη γνώμη του, είναι διακριτικός και πάρα πολύ ευγενής. Ο Ρηγόπουλος θα σταθεί με προσοχή σε κάθε φράση του ενός ή του άλλου αλληλογράφου που του γεννά ερωτήματα, στα οποία όμως δεν θα τα απαντήσει, αλλά ο τρόπος που θα εστιάσει σ’ αυτά θα είναι ίσως η αφόρμηση για άλλες δημιουργικές προεκτάσεις. Το όποιο κεκαλυμμένο σχόλιο ή πρόσωπο μη κατονομαζόμενο δεν θα μείνει ασχολίαστο. Θα ερευνηθεί έτσι ώστε να φανεί, όσο είναι δυνατόν, η λεπτομέρεια που φωτίζει τις κρίσεις του ποιητή.
Ο Ρηγόπουλος θα σταθεί στο μοτίβο της απώλειας και της φθοράς από τη συνάντηση Σεφέρη- Perse, από όπου και ο στίχος: il ne reste plus rien maintenant, διότι το μοτίβο αυτό αναδεικνύεται ως κοσμοθεωρητικό και κατασκευαστικό μέσο της ποίησής του.
Στη συνέντευξή του στον Γιώργο Μυλωνογιάννη σταματούμε στη συζήτηση για την «καθαρή ποίηση», η οποία κατά τον Σεφέρη δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα στη χώρα μας και δεν βοηθάει κανέναν να γράψει καλύτερα ποιήματα. Όσο για την «άδολη ποίηση» την καλύτερη φράση την είπε ο Παλαμάς «Άδολη ποίηση είναι κάθε καλή ποίηση». Ενδιαφέρον έχει η απάντηση στον κριτικό «στο σχολειό δεν πίστευα τίποτα, κοντά στη θάλασσα τα επίστευσα όλα». Αμφιβάλλοντας για την αξία των συνθέσεών, του λέει στον Μυλωνογιάννη: «Άργησα να δημοσιεύσω γιατί μέχρι το 1930 είχα την εντύπωση πως κανείς δεν τα χρειαζότανε τα πράγματα που έγραφα και θ’ αργούσα ακόμη περισσότερο αν δεν βρισκόντουσαν δυο φίλοι να με παρακινήσουν». Η έρευνα του Ρηγόπουλου καταλήγει πως οι «δυο φίλοι» είναι ο Γιώργος Θεοτοκάς και ο Γιώργος Αποστολίδης, ενώ κάποιοι άλλοι φίλοι τον είχαν αποθαρρύνει. Σε επιστολή του προς τον Κατσίμπαλη λέει πως μετέφρασε τη «Βραδειά με τον κ. Τεστ» «σαν πείραμα». Και παρακάτω: «Ο Βαλερύ με δίδαξε πολλά, μα δεν έχει σχέση μαζί μου∙ βρίσκεται στην άλλη άκρη».
Και φτάνουμε στο πασίγνωστο και αγαπημένο μότο στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄: «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό». Εδώ η μελέτη του Ρηγόπουλου είναι εκτενεστάτη. Ο στίχος του Χέλντερλιν «wozu Dichter in dürftiger Zeit?» εξετάζεται με σχολαστικότητα. Πάνω στη λέξη «dürftiger» ο Ρηγόπουλος θα μπει σε μεγάλη μεταφραστική περιπέτεια και πνευματική περιπλάνηση. «Μικρόψυχο» μεταφράζει ο Σεφέρης τον καιρό, «ένδειας» προτείνει ο Ρηγόπουλος, αλλά τι είδους είναι το ερώτημά του, «άπορους» καιρούς λέει ο Συμεών Σταμπουλού, καιρό «μικροπρέπειας» πάλι ο Σεφέρης – «Αντί να συζητούμε για θεωρίες καλύτερα είναι να πούμε «τι χρειάζεται ο ποιητής στον καιρό της μικροπρέπειας». Ο Παπατσώνης προτιμά «πενιχρότητα». Στις μεταφραστικές προτάσεις περιέχονται η «ιεροφάνεια» και η «θεοφάνεια». Οι προτάσεις πολλές. Ο George Steiner βρίσκει ότι ο στίχος του Χέλντερλιν αποκτά «αξεπέραστη πυκνότητα, καθαρότητα και πληρότητα κατορθωμένης φόρμας». Και, επί της ουσίας, αν, δεν είναι οι ποιητές αρμόδιοι να «εφεύρουν πόρους», περάσματα, λέει ο Ρηγόπουλος, για να βγει η κοινωνία από το αδιέξοδο, τότε ποιοι είναι; Τελικά είναι οι ποιητές. Όμως οι ποιητές εκείνοι που θα ερμηνεύσουν το λόγο των θεών, τα σήματα, και θα τα μεταφέρουν στο λαό.
Στην επόμενη ενότητα μιλάει για τον Ερωτόκριτο ντυμένο με τα φορέματα του Αγίου Βάκχου και στοχαζόμενος πάνω στην εικόνα καταλήγει «αυτά είναι τα ζωντανά περασμένα μας». Πρόκειται για τη συναρμολόγηση της πλαστικής παράδοσης της εικαστικής με προϋπόθεση τη μορφολογική συγγένεια που επιτρέπει τη μείξη, την κράση, ώστε να γίνει ο Μοσχοφόρος Καλός Ποιμένας, ο Ορφέας Χριστός, η Κουροτρόφος Παναγία, ο Διόνυσος να γίνει Εσταυρωμένος. Και αν η συσχέτιση του Ερωτόκριτου με τον Άγιο Βάκχο μοιάζει αυθαίρετη, δικαιολογείται συναισθηματικά και βιωματικά, εξηγεί ο Ρηγόπουλος.
Στα πολλά, και πάντα συναρπαστικά, θησαυρίσματα είναι η βοτσαλωτή αυλή του Μακρυγιάννη, οι επιστολές του Γιάννη Κακριδή και του Χρήστου Καρούζου προς τον Σεφέρη, η ανέκδοτη επιστολή του Σεφέρη προς τον Γιώργη Παυλόπουλο, καθώς και το κείμενο που αναιρεί τον τίτλο του ποιήματος «Επί ασπαλάθων»∙ «”[Ουκ] επί ασπαλάθων …” αλλά εν τη αγορά απέκτειναν τον τύραννον». Και όταν δεν μοιάζει η ποιητική δημιουργία με αυτό που την προκάλεσε διαπιστώνεται η διάσταση των πραγμάτων της φύσης με τα έργα της τέχνης.
Το βιβλίο είναι πυκνό, το κυρίως σώμα της μελέτης διανθίζεται αλλά και διασπάται με και από το πλήθος των παραπομπών. Θέλει αρετήν και τόλμην η μελέτη αυτού του θησαυρού πληροφοριών και κεντρισμάτων. Εικόνες, πίνακες (δυστυχώς ασπρόμαυρες) μας δίνουν την ιδέα του σχολιαζόμενου έργου, μας βάζουν στο εργαστήρι του Ρηγόπουλου, στη σκέψη του και στην καρδιά του, στην ποίηση, στη μουσική στη ζωγραφική, στην παγκόσμια βιβλιογραφία.
Θα τελειώσω με μια περιγραφή που δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο κανέναν αναγνώστη, με τη δύναμη του λόγου να δίνει την εικόνα: «Η Νίκη της Σαμοθράκη, η θεά της Νίκης, στου καραβιού την πλώρη με τη θαυμάσια κίνηση φορεμένη στης θάλασσας τον άνεμο είναι για μένα θαύμα, σαν ένας ολόκληρος κόσμος. Αυτό είναι η Ελλάδα. Αυτό είναι ακρογιάλι, θάλασσα, φως, κουράγιο και νίκη».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]