Συμβαίνει αρκετές φορές η βιβλιοκρισία να επιθυμεί και τελικά να δίνει τη θέση της στην απλή βιβλιοπαρουσίαση. Να της προσφέρει τα πρωτεία. Η βιβλιοπαρουσίαση θεωρείται, συχνά, ως μια διεκπεραιωτική και δημοσιοϋπαλληλίστικου χαρακτήρα προβολή ενός βιβλίου. Ως απλή, πιθανώς αδιάφορη, και ουδέτερη αναπαραγωγή μιας διαφημιστικής αντίληψης γι αυτό και, ως εκ τούτου, πνευματικά άγονη. Αυτά συμβατικώς. Καθώς, αν κανείς δει το θέμα ευρύτερα και πιο ανοιχτά, η βιβλιοκρισία εμπεριέχει, υπό όρους, τη βιβλιοπαρουσίαση και η τελευταία εμπίπτει εντός του χώρου της πρώτης και αποτελεί τμήμα της. Αυτό κυρίως συμβαίνει, όμως, όταν τα παρουσιαζόμενα βιβλία αφορούν σε μείζονες πνευματικές προσωπικότητες. Είναι ανώριμο και αρκετά ανόητο, μιλώντας για μιαν έκδοση συγγραφέων του διαμετρήματος ενός Ρίλκε, ενός Τρακλ ή ενός Πεσσόα, να επιζητεί κανείς να προσφέρει… κρίση (πιθανώς για τους ίδιους και) για το έργο τους στα πλαίσια μιας… βιβλιοκρισίας. Το μόνο που έχει καθήκον η βιβλιοκρισία να κάνει είναι να φορέσει την απλή και ταπεινή φορεσιά της βιβλιοπαρουσίασης, ως ακριβώς την πλέον μεγαλοπρεπή και τιμητική για τέτοιους συγγραφείς στολή. Ως απόδειξη της μείζονος σημασίας τους. Ως το πλέον κατάλληλο χαλί που στρώνεται για να περάσουν στη συνάντησή τους με τον αναγνώστη. Αυτή η στάση, αυτή η πτυχή των βιβλιοκρισιών, δηλώνει, από μόνη της, την ποιότητα αφενός των έργων και το δέον, οπωσδήποτε, της ανάγνωσής τους. Άλλωστε, ο κριτικός οφείλει να γνωρίζει πότε πρέπει να παρουσιάζει την κρίση του ως μιαν απλή υπόδειξη κατάφασης και επιβεβαίωσης της ποιότητας των βιβλίων που εκθέτει και πότε να ασκεί κριτική, ως διάνοιξη ή διάτρηση για πιθανούς πνευματικούς διαυγασμούς. Πότε να συστήνει, δηλαδή, και πότε να κρίνει. Πότε η σύσταση, απλά, συνιστά κρίση καθεαυτήν. Πότε να δείχνει, με άλλα λόγια, και πότε να σκαλίζει. Τουλάχιστον αυτή η περίπτωσή μου και αυτή η σημερινή στάση μου στα τρία παρουσιαζόμενα εδώ έξοχα βιβλία που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Gutenberg. Ξεκινώ με το πρώτο και τονίζω, για μια ακόμη φορά, σχετικά με τις εκδόσεις Gutenberg, ότι τα βιβλία είναι στο πολυτονικό. Να προσεχθεί αυτό.
Οι εν λόγω εκδόσεις εξέδωσαν ένα έξοχο βιβλίο με έργα έξι ευρωπαίων ποιητών, το οποίο φέρει τον τίτλο Έξι Ευρωπαίοι Ποιητές. Τη μετάφραση και τον πρόλογο υπογράφει ο Αλέξανδρος Ίσαρης. Δεν χρειάζονται συστάσεις νομίζω. Μεταφραστική και πνευματική εγγύηση αυτή η υπογραφή το δίχως άλλο. Θα ήταν ανόητο να εκφράσω κρίση για την ποιότητα της μετάφρασης. Είναι, από μόνη της, μια σοβαρότατη κατάθεση. Κάθε διαφοροποίηση απ’ αυτήν θα συνιστούσε μιαν απλή γνώμη ενός κριτικού. Τίποτε περισσότερο. Κι αν έτσι, τότε δεν έχει λόγο υπάρξεως εδώ, αν δεν μπορεί να εντοπίσει την παραμικρή κακοτεχνία. Το γούστο είναι πολύ αμφισβητήσιμο και θολό κριτήριο για κάποιον που ασκεί βιβλιοκριτική. Η εισαγωγή του Ίσαρη λιτή και μεστή. Λακωνικά περιεκτική. Τίποτε περισσότερο δεν θα χρειαζόταν. Χαίρεται κανείς που συναντά μέτρο. Ο Ίσαρης το δείχνει και το δίνει αφειδώς. Οι μεταφράσεις είχαν εκδοθεί παλαιότερα σε διάφορα έντυπα και, βάσει αυτού του γεγονότος, δίνεται, παράλληλα, ένας ενημερωτικός κατάλογος των πρώτων δημοσιεύσεων. Οι μεταφραζόμενοι ποιητές είναι οι: Τρακλ, Ταρκόφσκι (πατήρ), Ρίλκε, Μπέρνχαρντ, Γκολ, Μπεν.
Οφείλω να επισημάνω και να τονίσω εντονότατα πως έχουμε, επιτέλους, στη γλώσσα μας ένα ανέκδοτο έργο του Ρίλκε, που προσωπικά γνώριζα και θεωρούσα σημαντικό. Ο Έλληνας αναγνώστης μπορεί πια να έχει πρόσβαση και σ’ αυτό. Πρόκειται για «Επτά Φαλλικά Ποιήματα», που δεν εκδόθηκαν στον… «σεμνότυφο» καιρό τους και είδαν το φως κάπου σαράντα χρόνια μετά. Η άγνωστη αυτή πλευρά του Ρίλκε θα πρέπει να εκτιμηθεί δεόντως, ελπίζω. Δεν παραθέτω, δειγματοληπτικά, κανένα στίχο κανενός μεταφρασμένου ποιητής της έκδοσης, καθώς θεωρώ πως την έκδοση οφείλει να την έχει καθένας που σέβεται τη βιβλιοθήκη του. Η ποίηση, λοιπόν, αυτών των ποιητών ας ακουμπήσει τα χέρια του. Προχωρώ στο δεύτερο βιβλίο.
∞ ∞ ∞
Φερνάντο Πεσσόα Marginalia, αφορισμοί και αποφθέγματα. Ουδέν σχόλιο. Άλλο ένα αναγνωστικό δέον, απλά. Η έκδοση είναι αναθεωρημένη. Τη μετάφραση για το πορτογαλικό σκέλος και τον έναν αφορισμό στα γαλλικά υπογράφει η γνωστή μεταφράστρια πολλών έργων του Πεσσόα, Μαρία Παπαδήμα. Για μια ακόμη φορά δεν χρειάζονται συστάσεις. Για το αγγλικό σκέλος ο Χάρης Βλαβιανός. Εξίσου. Της έκδοσης προτάσσεται μικρός και σφριγηλός πρόλογος. Άλλο ένα μέτρο. Το έργο του ποιητή, όπως και τα έργα των παραπάνω έξι ποιητών, δεν επιβαρύνεται ούτε κατ’ ελάχιστον και προτίθεται άμεσα προς αναγνωστική βρώση. Το μέτρο αυτό συνιστά μιαν άμεση έκθεση του αναγνώστη στον εαυτό του και στην αναμέτρησή του με το κείμενο δίχως παρεμβολές. Κάποτε, άκρως επιθυμητό πράγμα. Εδώ δεν θα συμπεριφερθώ όπως παραπάνω, θέτοντας παραπέτασμα μεταξύ του αναγνώστη αυτής της… βιβλιοκριτικής βιβλιοπαρουσίασης και του κειμένου. Ανθολογώ λίγους αφορισμούς που κρίνω καίριους για την εποχή μας (όχι πως δεν ισχύουν, φυσικά, σε κάθε εποχή…): «Να μην υπάρχουν θεοί είναι επίσης θεός» (σελ. 16), «Κανείς δεν καταλαβαίνει κανέναν. Όλα είναι διάκενο και τυχαίο, αλλά όλα είναι στη θέση τους» (σελ. 17), «Γίνε πολλαπλός σαν το σύμπαν!» (σελ. 18), «Τι τραγωδία να μην πιστεύεις στην ανθρώπινη τελειότητα!… – Και τι τραγωδία να πιστεύεις σ’ αυτήν!» (σελ. 21), «…οι ιμπεριαλισμοί της περίστασης και της οργανωμένης αταξίας» (σελ. 29), «Το βλέπω θα είναι πάντα η καλύτερη μεταφορά του γνωρίζω» (σελ. 33), «Το κάλλος είναι ελληνικό. Αλλά η επίγνωση του ότι είναι ελληνικό είναι μοντέρνα» (σελ. 47), «Πρώτα να είσαι ελεύθερος· μετά αναζήτησε την ελευθερία» (σελ. 57), «Ο άνθρωπος είναι πάνω από τον πολίτη. Δεν υπάρχει κράτος ισάξιο του Σαίξπηρ» (σελ. 61). Σταματώ. Η ανάγνωση των υπολοίπων βαρύνει τον αναγνώστη. Περνώ στο τρίτο και τελευταίο βιβλίο.
∞ ∞ ∞
Φερνάντο Πεσσόα, Η ουσία του εμπορίου. Τη μετάφραση υπογράφει και πάλι η Μαρία Παπαδήμα. Η έκδοση εμπλουτίζεται με κατατοπιστική εισαγωγή, σχετική βιβλιογραφία και σημειώσεις από την ίδια. Επίσης, συνοδεύεται και από ένα ενδιαφέρον παράρτημα. Ο Πεσσόα, λοιπόν, ….οικονομολόγος; Ο ποιητής, ακριβέστερα, …οικονομολόγος; Ναι. Οπωσδήποτε, λέω εγώ. Και με την ευκαιρία αυτή καλώ να το σκεφτούμε πολύ σοβαρά αυτό, ειδικά κατά την παρούσα κοινωνικοοικονομική συγκυρία στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Πέρα από τη σαφή απαίτηση για ύπαρξη ειδικών και τεχνικών γνώσεων, η οικονομία –και θα πρέπει να γίνει αντιληπτό κάποτε αυτό– πλησιάζει πολύ περισσότερο στη φιλοσοφία και την τέχνη (κι αυτή δεν είναι άποψη ενός ποιητή, αλλά σοβαρών οικονομολόγων, και μπορώ να παραθέσω βιβλιογραφικές αναφορές…), απ’ ό,τι στον αριθμό. Δεν επεκτείνομαι. Οι κατατοπιστικές σημειώσεις, και φυσικά ο πρόλογος της μεταφράστριας, μαζί με το ίδιο το κείμενο του Πεσσόα ας μιλήσουν κατευθείαν στον αναγνώστη, δίχως τη δική μου κριτική διαμεσολάβηση. Εγώ οφείλω μόνο να τονίσω ένα πράγμα: πως ποιητής δίχως ευρύτητα και (όσο το δυνατόν μεγαλύτερο) άνοιγμα (πεδίων, ενδιαφερόντων), είναι λειψός ποιητής. Παράλληλα, πως ο ποιητής είναι ο καθ’ ύλην αρμόδιος του Κτίζειν, του Οικοδομείν. Είναι ο πλέον κατάλληλος οικοδόμος. Και το οικοδομείν είναι κοινωνικό. Και η (απτή και ΥΛΙΚΗ) κοινωνική συμβολή του ποιητή είναι ολότελα πραγματιστικού χαρακτήρα, ακόμη και για την αντίληψη ελάχιστα νοημόνων κοινωνιών. Ο ποιητής δεν είναι ένας στιχοπλόκος, όπως τον θέλουν και δυσφημιστικά τον πλασάρουν όσοι ενοχλούνται από την παρουσία του. Μια εστέτ μορφή, ίσως, απόλυτα και ακαθόριστα ανεδαφικού χαρακτήρα. Ο ποιητής δεν είναι τέτοιο ον, δεν πρέπει να είναι και δεν πρέπει να γίνεται. Να τους αφήνει, ακόμη, να τον μεταποιούν σε διασκεδαστικό και περιφρονητέο καναρίνι. Είναι ο κατεξοχήν λιθοξόος και λιθοδόμος. Η οικονομία, θεωρώ, είναι ιερό πεδίο ανθρώπινης δράσης. Ιερό. Όχι ευκαιριακό, ούτε βεβαίως τυχοδιωκτικό, τυχάρπαστο ή χώρος δράσης κανακεμένων αγυρτών και εγκληματιών. Όποτε ασχολήθηκα μαζί της έτσι την αντιμετώπισα, έτσι τη βίωσα. Το ποίημα, μαζί με την ποιητική πράξη, είναι, συν τοις άλλοις, και ένα οικονομικό μοντέλο, μια εφαρμοσμένη οικονομία, μια εφαρμοσμένη οικονομική πρακτική. Το έχω υποδείξει αυτό και ανοικτά υπαινιχθεί, όταν μου δόθηκε ευκαιρία, σε μια ομιλία μου για μια ποιητική συλλογή. Οι κοινωνίες, κάποτε, όταν θα ενηλικιωθούν στο βάθος της Ιστορίας, θα συμπεριλάβουν τον ποιητή στο άμεσα ψηλαφητό σκέλος της πολύπτυχης οικοδόμησής τους. Γιατί υπάρχει, ασφαλώς, και το άλλο, το αψηλάφητο με τα χέρια και τις αισθήσεις, που κι αυτό οικοδομεί ομοίως. Οι κοινωνίες, τονίζω όσο πιο έντονα γίνεται, ας το σκεφθούν πολύ σοβαρά αυτό και ας θέσουν θεσμικούς τρόπους δραστηριοποίησης των λιθοδόμων που διαθέτουν. Οι λιθοδόμοι, πάλι, ας μην υποβιβάζουν τον εαυτό τους, μέσα στην άγνοια τους, σε διακοσμητικά καναρίνια, ντυμένα κοινωνική περιφρόνηση, εμπτυσμό και ειρωνική χλεύη. Οι λιθοδόμοι δεν είναι διασκεδαστές. Μπορούν να επιβάλλουν, όμως, να είναι κοινωνικοί ψυχαγωγοί. Υλιστικά.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]