Σαράντα χρόνια, μονολόγησε ξεπλένοντας τα χέρια, τα λεκιασμένα σημεία. Πρώτη φορά το χρώμα δεν ήταν δικό της. Σαράντα χρόνια ύπνου, τα βλέφαρα κλείδωσαν όταν άνοιξε την πόρτα. Εκείνη την τελευταία μέρα γλεντιού. Ο επίσημος καλεσμένος βόλεψε στο κεφάλι την κορώνα. Σαράντα χρόνια ρίζες, ανάμεσα σε θερμοκήπια, φτερωτά και τετράποδα, στο μπρίκι του καφέ, στη μπουγάδα. Σαράντα χρόνια δουλεία. Οι ρόζοι χρονολογούσαν. Δεν είχε χρόνο να ξεχάσει κι έβρισκε χρόνο να θυμάται. Υποταγή στις διαταγές του χωραφιού, του νεροχύτη, του κρεβατιού. Σαράντα χρόνια αρκετά. Καλά έκανε και ξύπνησε. Το μαύρο ταιριάζει τα μάτια της. Τώρα θα κλαίει μπροστά σε άλλους. Κανείς δεν αμφιβάλλει. Δεν θα την ονομάσουν Ιουδήθ. Δεν έχει ανάγκη πίνακες. Δεν θα σταματήσει τα ρολόγια και τα γουρούνια είναι χορτάτα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Πρώτη εμφάνιση στα γράμματα. Ο πίνακας είναι του Michael Sowa.]







