frear

Γονείς και παιδιά – του Μιχάλη Μακρόπουλου

Βράδυ, είχα βγάλει το σκύλο βόλτα στον ελαιώνα στο Φρύνι, έρημος ο δρόμος, κι άκουσα ένα θόρυβο, κάτι να χτυπιέται πάνω στο συρματόπλεγμα. Πλησίασα. Μια αλεπού είχε πάει να σκάψει κάτω από την περίφραξη, κι ένα χοντρό κομμάτι σύρμα της είχε μπηχτεί βαθιά στ’ αριστερό πόδι. Έδεσα παρακεί το σκύλο και κοίταξα μήπως μπορούσα να τη λευτερώσω, μα δεν καθόταν, θα μου δάγκανε το χέρι, κι ούτε μπορούσα χωρίς εργαλείο να κόψω το σύρμα. Γύρισα τρεχάτος πίσω, άφησα το σκύλο και πήρα έναν κόφτη. Τη βρήκα να ’ναι ακόμη εκεί, εξαντλημένη. Έκοψα το σύρμα και, μ’ ένα μακρύ κομμάτι μέταλλο να εξέχει ακόμη από το πόδι της, η αλεπού χάθηκε στο σκοτάδι – ίσως, για να πάει έτσι πληγωμένη να βρει τα παιδιά της.

***

Του Σωτήρος, στρίβοντας απ’ το Καλπάκι για Δελβινάκι, είδαμε μες στον οικισμό, πετσοκομμένη στ’ οδόστρωμα από αμάξι, μιαν αλεπού. Το αλεπουδάκι της την τραβούσε, πλάι στ’ αμάξια που περνούσαν συνεχώς και το παρέκαμπταν. Παρακάτω σταματήσαμε, κάναμε αναστροφή, σταθήκαμε αντίκρυ και φοβίσαμε τ’ αλεπουδάκι για να φύγει. Την αλεπού την πετάξαμε στα σκουπίδια, για να πάψει το μικρό να ζητά από τη μάνα του ό,τι κείνη δεν μπορούσε να του δώσει πια, και να πολεμήσει να τα βγάλει πέρα μονάχο.

***

Μπαίνοντας στο Δελβινάκι, είναι ένας χωματόδρομος λίγο πριν από τα πρώτα σπίτια του χωριού. Ο δρόμος ανηφορίζει ένα εικοσάλεπτο μέσ’ από δάσος με βαλανιδιές και γράβους, ως το εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη. Ένα απόγευμα τον ανεβήκαμε και καθίσαμε στο τοιχίο στον περίβολο της εκκλησίας. Είχαμε αφήσει τα παιδιά με τους παππούδες. Καθίσαμε κοντά ο ένας στον άλλον, αλλά όχι κολλητά. Είχαμε τα πόδια μας κρεμασμένα ανέμελα στο κενό. Όπως κάθονται τα παιδιά. Η θέα αποκεί είναι πλατιά και κοιτούσαμε σιωπηλοί. Η σιωπή είχε απλωθεί και στα μέλη μας, έτσι ήμασταν τελείως ακίνητοι.

Μέσ’ από τους θάμνους αποκάτω μας, τρία αλεπουδάκια βγήκαν δισταχτικά. Τίποτε απειλητικό δεν κουνιόταν και δεν ακουγόταν τριγύρω, έτσι γρήγορα ξεθάρρεψαν. Ούτε που είχαν προσέξει τα δύο αγάλματα που κάθονταν ψηλά στο τοιχίο έξω από την εκκλησία. Άρχισαν να τρέχουν, να κυνηγιούνται, να δαγκώνονται. Όση ώρα τα κοιτούσαμε, δεν υπήρχε χρόνος, αλλά μόνο ζωή. Κάναμε μία κίνηση όλη κι όλη, άπλωσα αργά εγώ το χέρι μου κι εσύ το δικό σου, και βρήκαμε ο ένας τα δάχτυλα και τη χούφτα του άλλου. Αργότερα, τα αλεπουδάκια χάθηκαν πάλι μέσα στους θάμνους. Βράδιαζε τώρα, και κατηφορίσαμε να βρούμε τα δικά μας παιδιά.

[Tο τρίτο κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε μ’ άλλη μορφή στο Μιχάλης Μακρόπουλος, Οδοιπορικό στο Πωγώνι, Fagotto 2013. Τα άλλα δύο δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά. Φωτογραφία: Laura Makabresku.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη