Ηρώ Τσαρνά, Louise Labé – Ingrid Auriol, Δύο Γαλλίδες Ποιήτριες, εισαγωγή-μετάφραση: Ηρώ Τσαρνά, εκδ. Γαβριηλίδη, Αθήνα 2015.
Η Ηρώ Τσαρνά είναι Διδάκτωρ φιλολογίας, δοκιμιογράφος και ποιήτρια. Τώρα, με τον επιμελημένο τόμο που έχουμε στα χέρια μας, Louise Labé, Ingrid Auriol, Δύο Γαλλίδες Ποιήτριες, παρουσιάζεται και ως μεταφράστρια. Το βιβλίο επιμερίζεται αδρομερώς σε δύο ευδιάκριτα μέρη, ένα για την κάθε ποιήτρια σε δύο ενότητες κατανεμημένο. Εκείνο που έχει σημασία και πρέπει να τονιστεί είναι η εμπεριστατωμένη εισαγωγή και οι ενημερωτικές σημειώσεις, με τις οποίες συμπληρώνει την προσεγμένη μετάφρασή της. Η Τσαρνά χειρίζεται με μεγάλη λεπτότητα και προσοχή το πολύτιμο υλικό, τοποθετώντας τα έργα στην εποχή τους και παραβάλλοντάς τα με άλλα, στα οποία αντανακλώνται οι ιδέες τους.
Η αφορμή για τη μετάφραση υπήρξε το όνομα της Λαμπέ στην Anthologie de la poésie francaise, Présentée et préfacée par André Gide, Bibliothèque de la Pléiade nrf, Paris, 1949, p.p. 175-179, Louise Labé (1526-1566) και μια περαιτέρω έρευνα στην Ανθολογία Les plus beaux manuscrits des poétes français, όπου της αποκαλύφτηκε ότι η Labé ήταν η «μεγαλύτερη φεμινίστρια ποιήτρια της γαλλικής Αναγέννησης» σύμφωνα με τον Φρανσουά Ριγκολό που προλογίζει τα Άπαντά της. Τελικά η Τσαρνά θυμήθηκε ότι η συγκεκριμένη ποιήτρια συγκαταλεγόταν ανάμεσα σε άλλες «ερωτευμένες γυναίκες» όπως η Ελοΐζ, η Σαπφώ, η Μπεττίνα, η Γκάσπαρα Στάμπα, η Μαριάννα Αλκοφοράντο, γυναίκες που για διάφορους λόγους η καθεμία δεν είχαν επιτύχει στον έρωτα. Και αυτές τις γυναίκες, πάντα κατά την έρευνα της Τσαρνά, ο Ρίλκε τις τοποθετεί πάνω από τους ήρωες και τους αγίους, όπως συνάγεται από τις Σημειώσεις του στον Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε. Στην Λαμπέ αναφέρεται και ο Φάνης Κωστόπουλος, την οποία θεωρεί το «δεύτερο μεγάλο όνομα της Σχολής της Λυών», η οποία «έγραψε τα πιο φλογερά ποιήματα μέσα στη γαλλική ποίηση», «θαυμάσιους ερωτικούς στίχους», σκανδαλίζοντας τη «σεμνότυφη κοινωνία της Λυών» (Αργολικές Μετόπες, «Η Ελληνομάθεια του Ρονσάρ και της ‘‘Πλειάδας’’ του», εκδ. Ελευθερία, 1984).
Η Λαμπέ γεννήθηκε στην ακμάζουσα, εμπορικά και πνευματικά, Λυών το 1524 και πέθανε το 1556. Στη σύντομη ζωή της έγραψε έργα με τα οποία παρότρυνε τις γυναίκες να αναπτύξουν τα ταλέντα τους και να μην περιοριστούν στους παραδοσιακούς ρόλους που έχει καθορίσει η κοινωνία των ανδρών γι’ αυτές. Αλλά εκείνο στο οποίο επιμένει η μεταφράστρια είναι η ανατρεπτική φύση της ποιήτριας. Η Λαμπέ δεν θέλει να βλέπει τη γυναίκα αντικείμενο πόθου των ανδρών, ερωμένη και παθητική ύπαρξη. Την θέλει απελευθερωμένη να διεκδικεί το δικαίωμά της στο πάθος. Και αυτή την πλευρά της είναι που υπερθεμάτισε η αμερικανική κριτική.
Η Λαμπέ, λόγω της εκρηκτικής προσωπικότητάς της, αν και κατώτερης κοινωνικής τάξης, είχε διεισδύσει στον κύκλο της γραμμάτων της Λυών και είχε στη συντροφιά της εστεμμένες, πριγκίπισσες και κόμισσες. Στο Λεξικό των διασήμων γυναικών παρουσιάζεται ως γυναίκα με έντονο πάθος που της άρεσαν τα όπλα, τα άλογα, οι ξένες γλώσσες (μιλούσε και Ισπανικά και Ιταλικά) και το διάβασμα. Φυσικώ τω λόγω, έγινε θρύλος, πολέμησε πλάι στον αγαπημένο της στην πολιορκία του Περπινιάν, εναντίον των Ισπανών, πήρε μέρος σε τουρνουά παρουσία του βασιλιά Ερρίκου Β΄, συγκέντρωσε γύρω της σπουδαίους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Όπως ήταν φυσικό έστρεψε εναντίον της τους συντηρητικούς μεταξύ των οποίων και τον Καλβίνο, ο οποίος τη θεωρούσε «πόρνη πολυτελείας». Ωστόσο η Λαμπέ έμεινε γνωστή όχι για την προσωπική της ζωή αλλά για το έργο της και τη γνώση των ποιητικών της τρόπων.
Το έργο της αποτελείται από δύο πεζά και δυο ποιητικά. Τα πεζά είναι: Η Επιστολή προς τη δεσποινίδα Clémence de Bourges, Lyonnaise. Πρόκειται για μια επιστολή με φεμινιστικό και ουμανιστικό χαρακτήρα, που θυμίζει Έρασμο και Ραμπελαί, και είναι μια παρότρυνση προς την Clémence να μη θυσιάσει τα πνευματικά της προσόντα αλλά να ασχοληθεί με τα Γράμματα και να αφήσει τους γνωστούς ρόλους που έχει επιβάλει η ανδροκρατική κοινωνία για τις γυναίκες. Βεβαίως η επιστολή απευθύνεται προς κάθε γυναίκα της Λυών. Η Αντιδικία Τρέλας και Έρωτα είναι έργο σημαντικό ανάμεσα στα κωμικά έργα της Αναγέννησης που παραπέμπει σε πηγές όπως είναι το Συμπόσιο του Πλάτωνα, η Θεογονία του Ησιόδου, οι Μεταμορφώσεις του Οβιδίου και αφορά την πάλη ανάμεσα ενικό και θηλυκό. Και αυτού του πεζού αντανακλάσεις έχουμε σε νεότερους ποιητές όπως είναι ο Δάντης, ο Πετράρχης, ο Φιτσίνος, ο Βοκκάκιος, ο Έρασμος, ο Λαφοντέν. Εδώ η Λαμπέ χρησιμοποιεί τις τεχνικές της ρητορικής του 16ου αιώνα.
Η γραφή, λέει, είναι απόλαυση αισθητική και πνευματική, διότι μέσω αυτής επιστρέφουν οι βιωμένες εμπειρίες και γίνονται αφορμή για καινούριες. Με το γράψιμο, ανακαλείς «τις απολαύσεις των συναισθημάτων και των άλλων ηδονών» αφού «η πιο μεγάλη ευχαρίστηση μετά τον έρωτα είναι να μιλάς γι’ αυτόν».
Τα ποιητικά της έργα αποτελούνται από τρεις ελεγείες, με εκατό στίχους η καθεμιά, και είκοσι τέσσερα Σονέτα.
Οι Ελεγείες είναι διαποτισμένες από το καταστροφικό πάθος του έρωτα που οδηγεί στην τρέλα. Πηγή αυτού του έργου είναι οι παραπονεμένες, λόγω αποτυχημένων ερώτων, Ηρωίδες του Οβιδίου αλλά και οι ελεγειογράφοι Τίβουλος και Προπέρτιος. Κύριο χαρακτηριστικό τους ο εσωτερικός μονόλογος, με έμφαση στην κυκλοθυμική συμπεριφορά της εγκαταλειμμένης ερωμένης, που δεν είναι η εξιδανικευμένη Λάουρα αλλά μια γυναίκα που διεκδικεί, καταφέρεται εναντίον του εραστή, ζητά συγγνώμη, παρακαλεί. Στο έργο που θυμίζει τους ποιητές του Χρυσού αιώνα της Γαλλίας, ο Ριγκολό επισημαίνει αναλογίες της πρώτης ελεγείας με την Αταλία του Ρακίνα.
Γενικά, παρατηρείται η συνύπαρξη του Έρωτα, ως πλατωνική αρμονία του κόσμου, με το Χάος. Πίσω, όμως από αυτή τη σύγκρουση ελλοχεύει η διαμάχη της εποχής ανάμεσα σ’ εκείνους που ασπάζονται την ισότητα των φύλων και στους αρνητές τους. Στο 14ο σονέτο αναδεικνύεται το «προσωπικό εγώ» μόνο μέσα από την πάλη με τον άλλο. Και, όπως με πάθος υποστηρίζει η Λαμπέ, «Οι άνθρωποι που διπλώνονται στον εαυτό τους και ζουν μια μίζερη ζωή χωρίς έρωτα είναι ‘λυκάνθρωποι’». Και ακόμη «Η ερωτική τρέλα με την καθολικότητά της δεν αφήνει τα όντα (γυναίκες και άντρες) να στεγνώσουν, τα ξυπνά, τα κάνει να ανθίσουν». Η γλώσσα της Λαμπέ είναι γλώσσα της τρέλας, της ιερής, που είναι έξαρση της συγκίνησης και του φαντασιακού στην καλλιτεχνική δημιουργία, τρέλας που ελευθερώνει από τη λογική και οδηγεί έξω από τον εαυτό. Βγαίνοντας μέσα από τη γραφή και μέσα από τον εραστή, η ποιητική περσόνα βλέπει το δίδυμό της. Οι φράσεις «Η τρέλα και μόνο κάνει τη ζωή να πηγαίνει μπροστά», «Όταν θα πάψω να είμαι ερωμένη, μόνον ο θάνατος θα έχει θέση σε μένα», «το τραγούδι και η αρμονία είναι το αποτέλεσμα και το δείγμα του τέλειου Έρωτα» είναι ψηφίδες από το πολύχρωμο ψηφιδωτό της προικισμένης προσωπικότητάς και του φλογερού ταμπεραμέντου της: «Τώρα που η μανία μου η θεϊκή / Γεμίζει τη γενναία μου καρδιά μ’ ορμή/ Μ’ εμπνέει να τραγουδώ … / Γλυκό δοξάρι απάλυνε της φωνής μου τις χορδές» (Ελεγεία Ι), «Μόνο εσύ είσαι όλη μου η δυστυχία κι όλα μου τα αγαθά/ Τα πάντα έχω με σένα, χωρίς εσένα τίποτα» (ελεγεία ΙΙ). «… η καρδιά μου είναι στου Έρωτα το χέρι» (Ελεγεία ΙΙΙ).
*
Η συστέγαση της Ingrid Auriol στο ίδιο βιβλίο με τη Λαμπέ οφείλεται στο ότι η σύγχρονη Γαλλίδα ποιήτρια συναντιέται με την προγενέστερη και στα δοκίμια και στα ποιήματα. Αν η Λαμπέ είναι η «Σαπφώ της Λυών», η Οριόλ, εκτός από ποιήτρια, είναι καθηγήτρια στην École Normal Supérieure, έχει μελετήσει και μεταφράσει το Περί ψυχής του Αριστοτέλη, έχει γράψει νουβέλες ακόμα και ποιήματα στα Ελληνικά. Επίσης ασχολείται με τη μουσική και τη ζωγραφική και στα παιδικά της χρόνια έκανε ένα πέρασμα και από το θέατρο. Πηγές της είναι οι ελληνικοί μύθοι αλλά και η Βίβλος που χρησιμοποιεί με ευστοχία.
Είναι φυσικό, λοιπόν, να συναντιέται με την πληθωρική Λαμπέ, στην οποία έχει αφιερώσει δύο ποιήματα στη συλλογή της, Le corps étoilé (Σώμα ραγισμένο άστρο). Κεντρικό σημείο και κοινό χαρακτηριστικό στις δύο ποιήτριες είναι το σώμα και ειδικά η κοιλιά, γιατί η κοιλιά είναι χώρος ερωτικός που εκτός από την ηδονή φέρνει και τη ζωή. Ιδιαιτέρως ερωτικός χώρος, επίσης, είναι το στόμα, όπου «ανθίζει» το φιλί. Στο στόμα, λοιπόν, επικεντρώνεται η ποίηση της Λαμπέ, αλλά και της Οριόλ, η οποία δίνει στον έρωτα φιλοσοφική διάσταση. Έτσι, οι δύο ποιήτριες, παρά τη μεγάλη απόσταση χρόνου που τις χωρίζει, έχουν κοινό προσανατολισμό, είναι και οι δύο γυναίκες της σκέψης, αναφέρονται και οι δύο στον Πλάτωνα και στον Μαρσίλιο Φισίνο, συνδυάζουν και οι δύο το στοχασμό με τον λυρισμό. Η Αντιδικία της Λαμπέ είναι έργο αναφοράς για τη φιλοσοφική διατριβή της Οριόλ, Η ευφυΐα του σώματος. «Ποιος απ’ τους έρωτές μας τάχα / θα θυμηθεί στο ακέραιο/ το διαλυμένο σώμα;» («Ανάμνηση Ακεραίου Σώματος»). «Τίποτε δεν έπαιξε καλύτερα/ Ποτέ στην άρπα μου/ Απ’ την απούσα λέξη αδύνατη σκιά/ με σκοτεινή μορφή – Ω της Σαπφώς – απόσπασμα» («Σαπφώ Ι»). «Βρες το νερό στην έρημο/ Στην πνιγμένη κραυγή της δίψας την ελπίδα/ και τον πόθο στον πέτρινο ύπνο» («Διάβαση»). «Ένας κήπος δέντρο με ρετσίνι/ Πεύκο μοναδικό που το λικνίζει ο άγγελος/ Με την αιώρα του/ Όπου ο ύπνος/ Ακόμη νανουρίζει/ Το κουνάβι μας… Μ’ αυτά κλαίω/ -αν κλαίει κανείς-/ και μ’ αυτά αγαπώ» («Ο ύπνος»).
Το βιβλίο περιλαμβάνει τα κείμενα στο πρωτότυπο στην αριστερή σελίδα και στην απέναντι τη μετάφραση, διευκολύνοντας τον αναγνώστη να ανατρέχει όπου επιθυμεί. Είναι μια αξιέπαινη πολύ ενδιαφέρουσα εργασία που φέρνει στο φως δύο άγνωστες στο πλατύ κοινό, όμως τόσο σημαντικές Γαλλίδες ποιήτριες.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]