Ανδρέας Μήτσου, Η Αλεξάνδρα, Καστανιώτης, Αθήνα 2015.
Η εισαγωγή του βιβλίου άκρως ποιητική, υπαινικτική, συμβολική. Ένας πίνακας μπαίνει μπροστά, κερδίζει το βλέμμα μας και αφηγείται την ιστορία του, υποβάλλει την μυστηριώδη ατμόσφαιρά του, υποδεικνύει την ανάγνωσή του και την ερμηνεία του. Κατευθύνει την όρασή μας και την κριτική μας.
Ο Ανδρέας Μήτσου μας αφηγείται τη ζωή της Αλεξάνδρας, μιας περίεργης γυναίκας, και αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο πίνακας είναι μια λεπτομέρεια, αλλά πολύ σημαντική. Καθοριστική. Και μέσα στον πίνακα μια άλλη λεπτομέρεια, θανάσιμα επικίνδυνη, που κανείς δεν προσέχει, ούτε η Αλεξάνδρα. Άπαξ και την πρόσεξες όμως δεν γλιτώνεις. Όλος ο πίνακας ένα κραυγαλέο ένθετο που δίνει την εντύπωση πως βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής για να δράσει. Σαν εκείνον τον θεόρατο χάσκοντα Λεβιάθαν στον πίνακα του Θεοτοκόπουλου που κανείς δεν τον βλέπει γιατί αστράφτουν τα χρυσοποίκιλτα άμφια των ιερέων. Και πάντα στη αφήγηση επανέρχεται ο πίνακας με το μυστικό του και το κλειδί του για τη λύση του μυστηρίου. Τον πίνακα δώρισε στη μητέρα της Αλεξάνδρας ο ίδιος ο Πιοτρ Πετρόβιτς Κοντσαλόφσκι, ο ζωγράφος, σαν… αποζημίωση που «δείλιασε» και την εγκατέλειψε. Δείχνει «έναν τσαγκάρη εν ώρα εργασίας» (τσαγκάρης ήταν και ο πατέρας της) και ο πατέρας Βησσαρίων όρθιος με ένα μαχαίρι στο χέρι.
Η Αλεξάνδρα είναι μια γυναίκα που είχε δύσκολη ζωή, σπαταλημένη στο χρέος. Έχει έρθει από τη Ρωσία. Διδάσκει Αγγλικά, στο σπίτι της, από τα δεκαεννέα της χρόνια και τώρα είναι εξήντα εννέα. Μισό αιώνα, δηλαδή, δουλεύει σκληρά για να ζήσει την οικογένειά της• τη μάνα της τη βασανισμένη, μια εξαιρετικής ομορφιάς γυναίκα, μια δεξιοτέχνιδα στο βιολί και γλωσσομαθή, βέρα αριστοκράτισσα που κατάντησε δούλα του άχρηστου άντρα της, που «κορόιδευε τον εαυτό του και τον κόσμο με το τσαγκαράδικο… κλασικός τεμπέλης». Και τα αδέλφια της, άχρηστα και αυτά, «ο ένας χειρότερος από τον άλλο». Όλοι ζούσαν σε βάρος της. «Τσιμπούρια… πρώτα στη μάνα κι έπειτα σ’ αυτήν». Με τέτοια αντρικά πρότυπα γύρω της ούτε άντρα θέλει να βλέπει ούτε ερωτική σχέση επιθυμεί, πολύ περισσότερο γάμο και παιδιά. Πείρα, από την προσωπική εμπειρία συσσωρευμένη, την έχει διδάξει ότι οι άντρες είναι «σκύλοι» ή «γουρούνια» που τρέχουν πίσω από μια γυναίκα συνεχώς λαχανιασμένοι ή κοιμούνται ράθυμα. Ένα πρόσωπο όμως τη συγκινεί με το παράξενο και ανερμήνευτο φέρσιμό του. Η Έστα, η γυναίκα του αδελφού της, μια παράξενη φιγούρα ανδροπρεπούς γυναίκας, με αδρά χαρακτηριστικά και βαριά φωνή, όπως τη θυμάται και από παλιά, μπαίνοντας σε λεπτομέρειες και χειρονομίες υπαινικτικές και κουβέντες μισές. Τη θυμάται να την παρατηρεί και να την φροντίζει και να την χαϊδεύει και να την προσέχει. Αυτή είναι η μόνη τρυφερή παρουσία που χωρίς να της λέει κάτι παραπάνω από τα «ανεκτά», αφήνει υπονοούμενα, όταν της χαϊδεύει το πρόσωπο με ένα χάδι δυνατό, σαν να προσπαθεί να της αφαιρέσει κάθε έγνοια και σκοτούρα. Να ισιώσει τις ρυτίδες της ζωής της. Κι ο Πέτρος (Πιοτρ και αυτός), ο μαθητής της, δεκαέξι χρονών παιδί, άλλη ιδιάζουσα προσωπικότητα. Ζει στην εποχή του αλλά φεύγει σε άλλες εποχές και κουβεντιάζει με τους ποιητές του προηγούμενου αιώνα. Ζει τη ζωή του μέσα από τη ζωή των άλλων. Βλέπει πράγματα που οι άλλοι δεν βλέπουν. Παρατηρεί τον πίνακα και μιλάει για τον πίνακα, με τον πίνακα, μέσα από τον πίνακα. Κι αυτή η σχέση θα σημαδέψει την Αλεξάνδρα, όπως ο Πιοτρ τη μάνα της. Μα ο Πέτρος είναι πολύ μικρότερός της. Ωστόσο, της λέει πως είναι ερωτευμένος και επανέρχεται να το επαναλάβει δέκα χρόνια μετά και αργότερα πάλι. Από τον Πέτρο δοκίμασε το μόνο ερωτικό φιλί κι εκείνο της το ’δωσε με τη βία. Τον βρίζει, τον διώχνει αλλά δεν τον βγάζει και από το μυαλό της.
Η Αλεξάνδρα, ήταν ωραία και ερωτική κοπέλα. Ουρά πίσω της οι άντρες με τα αδηφάγα βλέμματα. Εκείνη όμως, έτρεχε για να μην την προλάβουν. Εξαίρεση ήταν ο παράξενος μαθητής της που, εκτός από Αγγλικά, ήθελε να του μάθει και βαλς και ήθελε και άλλα πράγματα, όπως θα δείξει ο χρόνος. Η Αλεξάνδρα έχει κάνει περιουσία με τη δουλειά της. Αλλά αυτό που υπολογίζει πάνω απ’ όλα είναι ο πίνακας που κι αυτός έχει περάσει την ίδια Οδύσσεια με την Αλεξάνδρα για να φτάσει στο εδώ του μυθιστορήματος, στο άλφα της αφήγησης. Μ’ αυτόν τον πίνακα επικοινωνεί, σαν της μιλάει, και είναι αυτός η περίληψη του κόσμου της όλου.
Το βιβλίο, λοιπόν, άρχισε με την περιγραφή του πίνακα. Ή μάλλον με τον διάλογο με το εικονιζόμενο στον πίνακα πρόσωπο. Στο σύνολό του όμως, το βιβλίο, μοιάζει με συρραφή εικόνων, πινάκων από τη ζωή της ηρωίδας, όπου τα πρόσωπα ζωντανεύουν και μιλάνε , φέρνουν τα παλιά στην επιφάνεια κι έπειτα σβήνουν και χάνονται πάλι στο βάθος από όπου αναδύθηκαν. Τα πορτρέτα στήνονται αδρά, σκληρά, σαν του εικονιζόμενου Βησσαρίωνα με το μαχαίρι στο χέρι. Σαν εικόνες της ρωσικής τεχνοτροπίας οι αναδυόμενες αναμνήσεις: Η Αλεξάνδρα και ο πίνακας. Η Αλεξάνδρα και η οικογένειά της. Η Αλεξάνδρα και η Έστα, η Αλεξάνδρα και ο μαθητής. Η Αλεξάνδρα και η Οδύσσεια της οικογένειας, το κάρο που σκότωσε τη μάνα της, η μοίρα των αδελφών της, οι πολιτικοί διωγμοί, οι περιπέτειες του ποντιακού λαού, των ανθρώπων που βρέθηκαν στη δίνη της ιστορίας και σαν φύλλα του δέντρου σε βαρυχειμωνιά σκορπίστηκαν εδώ κι εκεί.
Και ο χρόνος που τρέχει αλλάζει τις αποφάσεις της Αλεξάνδρας, χωρίς όμως να έχει αλλάξει την ίδια, απλώς τη διευκολύνει να λύσει τον κόμπο που έχει μέσα της, χωρίς να τη λυτρώνει και χωρίς ο αναγνώστης να μάθει πού οφείλεται αυτή η αλλόκοτη συμπεριφορά της, πέρα από όσα εκείνη θέλει να λέει.
Η δομή του βιβλίου είναι σφιχτή, κερματισμένη στη μορφή, κομμένη σε τμήματα, σαν σελίδες ημερολογίου ή σαν αστραπές που φωτίζουν γεγονότα που η ηρωίδα θυμάται αποσπασματικά και αφηγείται χωρίς ειρμό και σειρά. Η επιμονή του μαθητή να την επαναφέρει στην παιδική της ηλικία, ζητώντας λεπτομέρειες για τη ζωή της, μπορεί να είναι αφηγηματικό τέχνασμα του συγγραφέα για να μάθουμε το παρελθόν της Αλεξάνδρας αλλά σε ένα δεύτερο επίπεδο λειτουργεί ως ψυχανάλυση, αφού και ο ψυχαναλυτής από εκεί αρχίζει, καθώς και η ίδια, που διαμαρτύρεται, αλλά θέλει να μιλάει και μιλάει πολύ. Θυμάται πάλι και πάλι εκείνες τις σκάλες του Ποτέμκιν (στοίχειωσε και ο Αϊζενστάιν τη μνήμη των ανθρώπων μ’ αυτές), και η Αλεξάνδρα στη μέση της σκάλας να μην μπορεί να πάει ούτε μπροστά ούτε πίσω, τεσσάρων χρονών κοριτσάκι κι ο πατέρας της φευγάτος (Κι εδώ μια άλλη εικόνα παρόμοια καταφθάνει στο νου: του Μεσιέ Κομαρόφσκι, που το κοριτσάκι του έχασε το χέρι του, του «πατέρα» της, μέσα στο χαμό της ρωσικής επανάστασης, αλλά μάλλον ήταν κόρη του Δόκτορος Ζιβάγκο, αλλιώς ένας πατέρας δεν αφήνει το κορίτσι του από το χέρι). Κι εφόσον όλη η ζωή βρίσκεται πια πίσω της, ξέρει την αλήθεια αυτού που έλεγε η μητέρα της: «Η πιο μεγάλη ευτυχία εκείνη που χάσαμε», γιατί δεν υπάρχει άλλη.
Ο συγγραφέας κατάφερε να μπει πάρα πολύ βαθιά στην ψυχή αυτής της γυναίκας-μυστήριο, από όπου ανέσυρε τα πάθη και τους καημούς που την βασάνισαν, τις περιπέτειες που την παίδεψαν, τους κινδύνους που πέρασε και στο τέλος, λες και άκουσε τι της έλεγε ο πατέρας Βησσαρίων, τον υπάκουσε. Γιατί η εξέλιξη της ιστορίας φέρνει συνεχώς μπροστά της αυτό που δεν μπορεί να αποφύγει. Γι’ αυτό θέλει να αλλάξει τη μοίρα, να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού που τους κανονίζει ο θεός ή ο διάβολος και να επιβάλει τους δικούς της κανόνες. Και θα τους επιβάλει, τελικά, πληρώνοντας όμως ακριβό τίμημα.
Μια υποψία που μου γεννήθηκε, μήπως η Αλεξάνδρα είναι κόρη του Πιοτρ, μένει μετέωρη (όπως και στον Δόκτορα Ζιβάγκο). Η πληροφορία ότι ο πίνακας υποδεικνύει τον υπεύθυνο να τον νέμεται, εύκολα με κατευθύνει στην ιδέα ότι κάθε έργο έχει καλά κρυμμένο το μυστικό του και όποιος μπορεί, θα το ανακαλύψει. Αλλά, ας το επαναλάβουμε: στο έργο τέχνης, τίποτα δεν μπαίνει έτσι χωρίς λόγο. Όλα έχουν τη σημασία τους και όλα θα έρθει η στιγμή να παίξουν το ρόλο τους. Αν λοιπόν, στον πίνακα του βιβλίου μας εικονίζεται ένα μαχαίρι, η μοίρα του είναι να ασκήσει το ρόλο του: να κόψει κάποιον λαιμό. Υπομονή, και ο χρόνος θα αποκαλύψει ποιος ποιον θα μακελέψει. Όπως και ο εικονιζόμενος πατέρας Βησσαρίων που δεν είναι εκεί για να καμαρώνει αλλά για να φυλάει τον πίνακα που δεν φύλαξε. Η φράση «Όποιος έχει την κακοτυχία να διακρίνει τη λεπτομέρεια του πίνακα, πρέπει να αναλαμβάνει μετά την ευθύνη του», υποδεικνύει τα πρόσωπα που θα αναλάβουν τελικά αυτή την ευθύνη. Στο τελικό ερώτημα: why, η απάντηση είναι: because. Το ένα ανοίγει ένα μεγάλο ερωτηματικό και το άλλο απαντά, στο βαθμό που τα μεγάλα ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν. Δεν μπορούν. Ίσως το because of love να ήταν μια απάντηση και φροϋδικά να είναι η στέρηση η αιτία όλων των κακών. Αλλά πάλι…
Το βιβλίο διαβάζεται με αμείωτο το ενδιαφέρον σε κάθε σελίδα και δεν αφήνει τον αναγνώστη να χαλαρώσει ούτε για να πάρει ανάσα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]