frear

Τρία ποιήματα – της Στέλλας Δούμου

{Κόλιντα Μπάμπω}*

Από τις χαραμάδες του Δεκέμβρη μπαίνει το κρύο του Ηρώδη.
Οι ανάσες των νηπίων είναι μαρμάρινες.
Με τα δόντια κάποιος
πριν διαμελισθεί σ’ εκατομμύρια φυλαχτά
προσπαθεί να κόψει
τα σχοινιά της ιστορίας.
Ν’ αρχίσει η παιδική ηλικία του Αθώου. Να βουίξουν τα μεγάλα μελί μάτια της καλοσύνης.
Οι κωδωνοκρουσίες συνεχίζουν να σημαίνουν ήττα.
Οι δήμιοι κουρεύουν τις γάτες τους.
Στα κοιμητήρια του κόσμου θάβονται παιδιά χωρίς τ’ αληθινά τους ονόματα.
Kαι οι άνθρωποι συνεχίζουν να ελπίζουν πως μετά από αυτό, κάποτε θα συγχωρεθούν.
Από τις χαραμάδες μπαίνει το κρύο του Ηρώδη.
Ξανά και ξανά.

*Κόλιντα μπάμπω: παλαιότερο χριστουγεννιάτικο έθιμο, στην περιοχή της Πέλλας, εις μνήμην της σφαγής των νηπίων από τον Ηρώδη. Σήμαινε, στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα,‘’σφάζουν γιαγιά!’’ Το φώναζαν μετά τα κάλαντα, ξημερώματα, ανάβοντας φωτιές στους δρόμους.

{Τον σκότωσα}

Ταπ, ταπ , ο ουρανός αναβράζει το κρασί του
ταπ, η σερπαντίνα του χειμώνα κάνει τα δέντρα να λένε ψέμματα
ταπ, ταπ, λαχούρια φεγγαριού στις φλέβες του κενού
ταπ, της αντηλιάς το κέρινο κουκούτσι.
Και τι προσφέρεις εσύ ποιητή εξόν από λεκτικές εξαπατήσεις;
Ταπ, ταπ, σπέρνεις γνώσεις από πληγωμένες ρίζες
βυζαίνεις χρόνο ανεστραμμένο από καθρέφτη και θαμπώνεσαι
ταπ, ταπ , τα μερίδια των υγρών κλειδιών στη γη.
Θαρρείς ότι σκάβεις ‒ταπ‒ τα σωθικά του κόσμου με την ευπρέπεια της βροχής.
Υπόσχεσαι τον κεκαυμένο μα ‒ταπ‒ είσαι αλεξίπυρος
‒αν δεν ήσουν, θα καιγόσουν με τόσο οινόπνευμα στα δάχτυλα‒
ταπ, ταπ, τρυπάς των ανθρώπων τα πνευμόνια –ταπ‒ ορέγεσαι τουλάχιστον να σ’ ανεχθούν
ταπ, πειράζεις την πανσέληνο και τη χωράς στο στόμα
ταπ, ταπ, χνουδιάζεις τις ακτές ψειρίζοντας τη θάλασσα
και στης χαρτοπετσέτας το πετσί σκουπίζεις τη βιαστική προσποίηση των φθόγγων.
Αλλά, τι προσφέρεις;
Τίποτα δεν προσφέρεις στον κόσμο που ματώνει.
Ενδεχομένως να είσαι παλαβός.
Συγχωρείσαι ‒αν εντέλει συγχωρείσαι‒ γιατί συμβαίνει καμιά φορά ωραία να κλαδεύεις τη σιωπή.

Σκότωσα, ξέρεις, κάποτε έναν ποιητή, τον σκότωσα, γιατί όταν δεν κλάδευε, τον βαριόμουν.

{Έμβρυες νύχτες έκθετες}

νύχτα, το όχι του χρώματός σου
η υπηκοότητα της μαύρης φλέβας
στα άδυτά σου πορφυρά συκώτια
όλα περιγράφονται
στον όρθρο της σάρκας
μέσα στην ψίχα μιας γιορτής χωρίς κουδούνια και σαλπίσματα
όταν ο χάρτης ψάχνει τον λαμπαδία
να κάνει θρύψαλα τα έσχατα σημάδια των συρμάτινων ορίων σου.
με φως και ύψος οι θρύλοι
σε ονομάζουν μέλαινα του χρόνου υπηρέτρια
κι η ψύχρα προς δυσμάς κυοφορεί τα άστρα σου πανιά.
δεν περιγράφω άλλο.
σε μπουκώνομαι.
και αστρώ.
Απ’ το κεφάλι πρώτα.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Έργο: Nicolas de Stael.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη