Αγκάθια μες στο δάσος μου•
εύκολα σκίζεται το δέρμα•
και να, ένας ελέφαντας ξαφνικά που πετά,
ομπρέλες χάρτινες για θερινές βροχές.
Όχι. Δε θα μετακομίσουμε αλλού.
Μοιάζουν ωραία βέβαια τα βράδια στη σελήνη,
αθώα είναι η ιστορία εκεί πάνω,
τα λάθη μόνο για τους βράχους.
Κι αν καμιά φορά μετράω τα ύψη,
είναι τα βάθη που συλλογιέμαι.
Κι αν ρίχνω δίχτυα για πουλιά,
είναι γιατί με θέλγουν τα φερσίματά τους,
του κότσυφα ο κελαηδισμός
και ο χτύπος του φτερού.
Αν μ’ αγαπάς, να ξέρεις πως κρατώ
κάποιας αόρατης πόρτας τα κλειδιά.
Εδώ μπαινοβγαίνω πάντα μόνη.
Στον πόλεμό μου μ’ αίματα,
στα σπλάχνα με πληγές
και στο υφαντό μου το πανί
με υπομονή Πηνελόπης.
Και αν ακούσεις ουρλιαχτό,
να με πονάς, αλλά μη ζητήσεις
να επιστρέψω αμέσως, ώρες που
με άγρια βότανα το αίμα μου τροφοδοτώ.
Μα όταν βγαίνω από εκεί,
πόσα κομμάτια ουρανού
μπορώ και θέλω να χαρίζω!
[Από τη συλλογή Ζητήματα ύψους, τυπωθήτω-λάλον ύδωρ, Αθήνα 2015. Zωγραφική επάνω: Andrea Κowch. Γραφιστικό κάτω: Beata Bieniak.]